United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μάγος επερίμενε την γέμισην της σελήνηςδιότι τότε κατά το πλείστον γίνονται αυτού του είδους αι μαγείαικαι τότε ήνοιξε λάκκον εις ανοικτόν μέρος της οικίας και περί το μεσονύκτιον μας εκάλεσε τον Αλεξικλέα τον πατέρα του Γλαυκίου, ο οποίος είχεν αποθάνει προ επτά μηνών. Ο γέρων δεν επεδοκίμαζε τον έρωτα του υιού του και ωργίζετο, επί τέλους όμως συγκατένευσε.

Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν ότι περιέκλειε πράγματι την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη. — Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παππά! Ο παππάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μπάρμπα-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήτον πράγματι από τον Θανάσην, κ' έγραφεν ότι μετά ένα μήνα έρχεται.

Εάν δε αυτός είνε καλλίτερος, διότι φέρει περί την κεφαλήν βασιλικόν διάδημα, ίσως μεν εις τους Μακεδόνας φαίνεται τούτο σπουδαίον, πραγματικώς όμως δεν είνε διά τούτο καλλίτερος γενναίου και στρατηγικού ανδρός, ο οποίος ανεδείχθη μάλλον διά της αξίας του παρά διά της τύχης. ΜΙΝ: Δεν ωμίλησεν άσχημα, ουδέ ως θα επερίμενε κανείς από ένα Αφρικανόν. Συ δε, Αλέξανδρε, τι απαντάς εις αυτά;

Αν ήθελες, θάλεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενή ο γάμος, ας με βάλη να δουλέψω να χτίση δέκα σπίτια μαγάρι. Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά. — Να του το πης θες; ηρώτησεν ο Μανώλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της. — Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.

Πλήθος ενθουσιώντος λαού και χρυσοστόλιστος ημίονος επερίμενε παρά την θύραν τον νεοκήρυκτον Πάπαν, όστις ιππεύσας μετέβη παραχρήμα εις Λατεράνον, όπου εκάθισεν επί του χρυσού θρόνου και έθεσεν επί της κεφαλής το τριπλούν της Ρώμης, της όλης οικουμένης και του ουρανού στέμμα, ενώ οι γραμματείς συνέταττον το διάταγμα της εκλογής και αντήχουν του πλήθους αι ζητωκραυγαί.

Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο Καίσαρ. Ο Καίσαρ είπε: — Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της. — Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.

Εις το σπίτι δεν είχε πλέον θέσιν. Έπρεπε να το πάρη απόφασιν. Την επιούσαν συναντά την χήραν και της διηγείται τα γενόμενα. Αλλ' ενώ επερίμενε παρηγορίαν και ελπίδα, η Καλιώ ήλλαξε γλώσσαν. Και τι να γίνη τώρα που η Μαργή ήτον αμετάπειστη; Έως τότε ήλπιζε και αυτή ότι θα της γύριζε το κεφάλι· αλλ' επί τέλους ενόησεν ότι ήτο αδύνατον, εντελώς αδύνατον. — Δε θέλει, δε θέλει, δε θέλει.

Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν. Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του συζύγου της.