Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Έπραξε δε τούτο διά του ακολούθου τρόπου· άνωθεν του στρατοπέδου ήρχισε να σκάπτη διώρυγα βαθείαν και την έφερε μηνοειδή όπως κυκλώση όπισθεν το στρατόπεδον. Εις αυτήν την διώρυγα πίπτων ο ποταμός άφινε το πρώτον ρεύμα, και αφού περιήρχετο το στρατόπεδον, επανήρχετο εις τον πρώτον δρόμον του. Ούτω δε, επειδή εσχίσθη ο ποταμός, εγένετο διαβατός και κατά τα δύο μέρη.

Αλλά μη έχων ναύλον ακόμη, όπως ταξειδεύση, απεφάσισε να εξαποστείλη την εξαδέλφην του διά του ατμοπλοίου, αναχωρούντος την εσπέραν εκείνην, εν συνοδεία μετά της θείας-Αννούσας, ήτις, και πάλιν στενοχωρηθείσα εν τη ξένη, επανήρχετο εις την πατρίδα. Φίλος του, ναύτης αγαθός, θα επεριποιείτο τας δύο γυναίκας εν τω ατμοπλοίω.

Ησπάζετο εν μετανοία την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του, διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια. Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον Αλέξανδρον.

Εδείκνυε σημεία στενοχωρίας, δυσθυμίας ενόσω ήτο διαρκώς πλησίον της συζύγου, μετεβάλλετο δ' αίφνης εις εύθυμον και διαχυτικόν, όταν, κατόπιν απουσίας, κατά το μάλλον και ήττον μακράς, επανήρχετο παρ' αυτή. Δεν εκρατήθη επί τέλους και μίαν των ημερών, εντός κλειστής αμάξης, επιτηδείως τον ηκολούθησε.

Μετ' ολίγον πάλιν επανήρχετο ο Αλέξανδρος με στολήν ιεροφάντου και εν μέσω γενικής σιωπής έλεγε μεγαλοφώνως «ιή Γλυκών» • απήντων δε οι ακολουθούντες, δήθεν Ευμολπίδαι και κήρυκες, οίτινες ήσαν Παφλαγόνες με υποδήματα εξ ακατεργάστου δέρματος και αναδίδοντες βαρείαν οσμήν σκόρδου, «ιή Αλέξανδρε».

Ό πατήρ της, ο ατυχής μπάρμπα-Διόμας, αρχαίος εμποροπλοίαρχος πτωχεύσας, όστις κατήντησε να γείνη πορθμεύς εις το γήρας του, είχεν επιβή της λέμβου του περί μεσημβρίαν, όπως πλεύση εις την νήσον Τσουγκριάν, τρία μίλια απέχουσαν, και διαπορθμεύση εκείθεν εις την πολίχνην εορτασίμους τινάς προμηθείας. Υπεσχέθη ότι θα επανήρχετο προς εσπέραν, αλλ' ενύκτωσε και ακόμη δεν εφάνη.

Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα. Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς.

Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την άμπελον. Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός της.

Ω! πόσα είχε να φέρη ο Ρούντυ, όταν την αμέσως επομένην επανήρχετο εις το σπίτι του επάνω από τα υψηλά βουνά· Μάλιστα! είχε τρία αργυρά ποτήρια, δύο ωραία όπλα, και ένα άργυρο μπρίκι· το μπρίκι θα το μετεχειρίζετο, όταν θα έκανε νοικοκυριό. Αλλά αυτά όλα δεν ήσαν το σπουδαιότερον· κάτι σπουδαιότερον, κραταιότερον έφερε, ή τον έφερεν επάνω από τα υψηλά βουνά προς την πατρίδα του.

Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου. Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν