United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ίδη κατά πρόσωπον τον φονέα.

Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψιν και αδημονίαν.

Προσέκρουσεν εις τον κορμόν του καπετάν-Μοναχάκη όστις, αναλαβών πλέον την πλοιαρχίαν, επήγαινεντου Περιστεράκη, όπου εσύχναζεν η νεολαία, να τσουρμάρη, να καταρτίση το πλήρωμα, και σαν αγιασθούν τα νερά, να φύγη. Εζαλίσθη αίφνης η ωραία κόρη, να πέση εις την αγκαλιά του. Αλλ' ο νεανίας ευγενής, παρεμέρισεν.

Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες, αλλ' επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον. Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.

Του επήραν μερικάς λίρας, του έδωκαν πολλάς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά, και κάτι σκόνες με οσμήν φαρμακείου, και τον εσυμβούλευσαν να υπάγη εις την πατρίδα του. Κ' εκείνος δι' εκεί επήγαινεν. Άμα ηκούσθη εις το χωρίον, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης, φέρων και λίρες μαζί του, πέντε προξενειές έστειλαν διά μιας εις την μητέρα του διά την κόρην της την Αφέντραν.

Η Μαλάμω είδε τας ετοιμασίας αυτάς του υιού της κ' εμάντευσεν ευθύς μ' ένα της καρδίας κλονισμόν ότι ούτος θα επήγαινεν εις κάτι παράτολμον. Μ' ένα μόνον κλονισμόν, εκείνον τον επιφερόμενον αίφνης εις την μητρικήν καρδίαν πάσης γυναικός, έστω και Σουλιωτοπούλας, επί κινδύνω του παιδιού της· αλλ' όχι άλλον.

Επήγαινεν εις το σχολείον και όπως κάθε πρωί ακολουθούσε την ακρογυαλιά, όταν έξαφνα είδε την Νεράιδα εμπρός της με την χρυσή της βέργα, που έλαμπε. Έλαμπαν και τα ξανθά μαλλιά της και το φόρεμά της ακτινοβολούσε από σταλαγματιές της θαλάσσης· εκείνην την στιγμήν η Νεράιδα είχεν έβγη από το νερό. Καθώς έμαθα, της λέγει, δεν αγαπάς το σχολείον.

Η Δειλνοβάτζη καθώς επήγαινεν από ολίγον κατ' ολίγον γηράζουσα, έτσι της ωλιγόστευε κάθε ημέραν και ο αριθμός των αγαπητικών της, και τέλος πάντων τα γερατειά της τους της εσήκωσαν όλους.

Η πόλις ήτο μακράν, ο δε δρόμος επερνούσε από έν σκοτεινόν δάσος, και ο καιρός εχάλασεν ενώ επήγαινεν, ώστε έχασε τον δρόμον του ο μικρός Κλώσος, και έως να τον εύρη πάλιν, ενύκτωσε, και δεν επρόφθαινε πλέον ούτε εις την πόλιν να υπάγη, ούτε εις το χωρίον να επιστρέψη. Εκεί, κοντά εις τον δρόμον του παρετήρησε και είδε την κατοικίαν ενός γεωργού.

Κανένα δεν θ' αφήσωμεν ! Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο.