United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τρέκλας έδειξε τυχαίως την μίαν πλευράν της οικοδομής, χωρίς να ειξεύρη αν έλεγεν άλήθειαν ή όχι. — Εκεί είνε, είπε. — Και έχει παράθυρον προς τα έξω το δωμάτων της; — Δεν ξεύρω. — Πώς δεν ξεύρεις; Αφού το μέρος σου είνε γνωστόν. — Ποιος σου είπε πως μου είνε γνωστόν; — Εσύ το είπες. — Εγώ; — Αλλά μ' εμπαίζεις, φίλε μου, είπεν ο ξένος παρατείνων την υπομονήν του. — Όχι.

Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.

Αλλ' ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι, επειδή «δεν ήτο μέσα του» διά να ειξεύρη τους πόθους και τους υπολογισμούς του, επεδίωκε δε ως αμαθής ναύτης το προχειρότερον και το ευκολώτερον κέρδος, δεν έδωκε προσοχήν εις τα νεύματα και εις τας χειρονομίας του, και εξηκολούθησε να φωνάζη προς τους κ. κ. Αλικιάδην και Αβαρίδην·Θα κοτσάρουμε και τη μπαντέρα, κύριοι!

Ο Μάχτος καλέσας τον κάπηλον τω είπε κρυφίως·Ειξεύρεις γράμματα; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν ο Κατούνας. — Δεν είνε κανείς άλλος εδώ να ειξεύρη; ηρώτησεν ο νέος. Ο Κατούνας τω έδειξε διά της χειρός τον Σκούνταν. Το βλέμμα του Μάχτου εστράφη προς αυτόν. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Σκούντας παρατηρήσας ότι ωμίλουν περί αυτού. — Τίποτε, απήντησεν ο Κατούνας. Ο φίλος εδώ κάτι μ' ερωτά.

Δεν πιστεύω να το ειξεύρη, απήντησεν ο Σκούντας. Αλλά δείξατε μοι, παρακαλώ, το δωμάτιόν της. — Αυτή είνε κλεισμένη μέσα, είπεν η Βεάτη. Τι την θέλεις; Πώς την ζητείς; — Είνε κλεισμένη; επανέλαβεν ο Σκούντας. Και δεν εξέρχεται ποτέ; — Εγώ δεν την έχω ιδεί ακόμα, είπεν η Βεάτη. — Δεν την έχεις ιδεί; Λοιπόν είνε φυλακωμένη; — Την είδα από την κλειδότρυπα μόνον, είπε μηχανικώς η Βεάτη.

Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαιατι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.

Ο αιπόλος αυθορμήτως, και χωρίς να ειξεύρη το διατί, έσπευσε προλαβών κ' εκρύβη όπισθεν των θάμνων. Είχεν αισθανθή αμυδρώς ότι συνέφερε να μη εννοήσωσιν οι τέσσαρες εκείνοι ότι τους είδε. Τέλος και οι έξ έγειναν άφαντοι.

Εταίρος Όχι, μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν το πιστεύω αυτό. Σωκράτης Αλλά μήπως και ένας καλός γνώστης των ίππων, όταν ειξεύρη ότι η τροφή την οποίαν δίδει στο άλογό του είναι επιβλαβής, φαντάζεσαι πως αγνοεί ότι το καταστρέφει; Εταίρος Όχι, βεβαίως το γνωρίζει πολύ καλά. Σωκράτης Άρα λοιπόν δεν πιστεύει ότι από το στάρι αυτό της κακής ποιότητος θα έχη κέρδος; Σωκράτης Όχι, δεν το πιστεύει.

Πώς να μην είναι τις δεισιδαίμων, όταν «πολεμή με το μεγαλείτερον θηρίον», όταν παλαίη με το άγνωστον, και δεν ειξεύρη αν αύριον θα επιπλέη ή θα ποντισθή, αν θα είνε εις την επιφάνειαν ή εις τον πυθμένα; Ο πλοίαρχος ηρκέσθη μόνον να είπη οργίλως·Δάκω τη γλώσσα σ', βρε στραβοΧάραυλε . . . να μην αρπάξω τη σαλαμάστρα, τώρα . . .

Αλλά συ, Μένων, μα τους θεούς τι λέγεις, ότι είναι αρετή; Μάθε μου και μη φθονήσης, και έτσι θα φανώ ψεύστης διά το ευτυχέστατον ψέμα, αν αποδείξης ότι και συ και ο Γοργίας γνωρίζετε το πράγμα, το οποίον εγώ είπον, ότι ποτέ δεν μου έτυχε ν' απαντήσω κανένα που να το ειξεύρη. Το ίδιο σκέπτομαι, Σωκράτη, και διά την κακίαν.