United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά το επώλησα το άλογόν μου, είπεν. Ο μεγάλος Κλώσος θα σκάση από το κακόν του, όταν μάθη τα κέρδη μου. Αλλά δεν θα του τα δείξω διά μιας. Έστειλε λοιπόν εις τον μεγάλον Κλώσον έν παιδί, και του εζήτησεν έν κοιλόν δανεικόν διά να μετρήση κάτι. — Τι το θέλει; εσυλλογίζετο ο μεγάλος Κλώσος.

Τι του είπε; Φαίνεται ο Κουμπής του εζήτησεν εκδούλευσιν, και ο Τούρκος ναύαρχος του υπεσχέθη. Το βράδυ, όταν ενύχτωσε, ο Κουμπής είχεν αρματώσει μίαν σκαμπαβίαν με έξ κωπία.

Και αφού επέρασεν ένας χρόνος, που αυτή εζούσεν εις καθημερινήν θλίψιν και ακατάπαυστα δάκρυα, μου εζήτησεν άδειαν διά να οικοδομήση τον τάφον της, και να κλεισθή εκεί το επίλοιπον της ζωής της· εγώ της έδωσα την άδειαν, και αυτή ευθύς διώρισε και της οικοδόμησαν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι με ένα μόνον θόλον, και το ωνόμασε το παλάτι των δακρύων· και ευθύς που ετελείωσεν έφερε μέσα τον αγαπητικόν της, τον οποίον εφύλαττεν ακόμη ζωντανόν με κάποια πιοτά μαγικά, αλλά με όλας της τας μαγείας δεν ηδυνήθη να τον θεραπεύση τελείως.

Τέλος ο Τετράρχης είχεν εφοδιάσει την Μαχαιρουσίαν με πολεμοφόδια διά τεσσαράκοντα χιλιάδας άνδρας. Τα είχε συναθροίσει προβλέπων ότι οι εχθροί του θα συνεμάχουν. Αλλ' ο Ανθύπατος ηδύνατο να είπη ή να υποθέση ότι τα ητοίμαζε διά να πολεμήση κατά των Ρωμαίων και εζήτησεν εξηγήσεις. Τα όπλα εκείνα δεν ήσαν ιδικά του. Πολλά εχρησίμευον προς υπεράσπισιν κατά των ληστών.

Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος έλειπεν.

Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος. — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας. — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου.

Εις τοιαύτην αμηχανίαν ευρισκόμενος ο Αρίων τους εζήτησεν, επειδή η απόφασίς των ήτο αμετάκλητος, να τον αφήσωσι να σταθή εις τα εδώλια του πλοίου φορών τα καλλίτερά του ενδύματα, και να ψάλη, προσθέτων ότι θα εφονεύετο μόνος του άμα ετελείωνε το άσμα.

Ότε μετά τοσαύτας συγκινήσεις έμεινε τέλος μόνη η Ιωάννα εις τον απέραντον παπικόν κοιτώνα, τον τοσούτον ήρεμον, μεγαλοπρεπή και ευώδη, μάτην εζήτησεν ύπνον επί της πορφυράς αυτής κλίνης, ήτις ωμοίαζε βωμόν ανεγερθέντα εις τον Μορφέα. Η λύπη, η χαρά και ο καφφές την αυτήν έχουσιν επί των βλεφάρων ενέργειαν.

Τι νέα; — Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του Αντίου και περί άλλων ακόμη. — Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος. Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος το εσπερινόν δείπνον.

Άλλοτε, ως λέγεται, ενεφανίσθη και προς αυτόν τον Όθωνα και του εζήτησεν αμνηστείαν. Κάποτε δε, ευρών καλάς τινας οικογενείας εις Καισαριανήν, διεσκέδασε μετ' αυτών, ως αληθής ιππότης, άνδρες δε και κυρίαι εγοητεύθησαν από την ευγένειαν και την καλωσύνην του. Είχε δε αληθώς ευγενή ψυχήν, ως αποδεικνύει η προς τα δένδρα στοργή του.