Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Έκθαμβοι πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης, αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα. — Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα χείλη. — Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε!
Εις αυτά τα λόγια τον έφερε προς την Φαρουχνάζ, η οποία ευθύς εγνώρισεν εις το βασιλόπουλο την μορφήν που εις τον ύπνον της είχεν ιδεί. Ομοίως και το βασιλόπουλο εγνώρισε ευθύς εις το να την θεωρήση πως ήτον η βασιλοπούλα, της οποίας ήτον πάντα εις την ενθύμισίν του η ωραιοτάτη μορφή.
Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσα 'ς τον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475
Όθεν ο Ζάχος μόλις εγνώρισεν ότι θα μετείχε της νυκτερινής εξόδου, πιστός εις την κλεφτικήν συνήθειαν, έσπευσεν ευθύς, αν όχι να λουσθή — διότι το νερό δεν ήτο άφθονον εις την πολιορκουμένην πόλιν — να καθαρίση τουλάχιστον τάρματά του και τα παρέδωσεν εις την μητέρα του μέχρι της ωρισμένης ώρας.
Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν.
Άμα δε εγένετο βασιλεύς, έπραξε τα ακόλουθα· όσοι θεοί τον εκήρυξαν αθώον, τούτους ούτε ετίμα, ούτε τοις αφιέρωνε κανέν κόσμημα, ούτε εισήρχετο ποτέ εις τους ναούς των διά να θυσιάση εις θεούς τους οποίους εγνώρισεν ότι ήσαν ανάξιοι και ψευδείς εις τας μαντείας των· εξ εναντίας δε ετίμα μεγάλως εκείνους οίτινες τον κατεδίκασαν ως κλέπτην, θεωρών αυτούς ως θεούς δίδοντας χρησμούς αψευδείς.
Τότε δε εμυήθη και εις την θαυμαστήν σοφίαν των Χριστιανών, των οποίων τους ιερείς και διδασκάλους εγνώρισεν εις την Παλαιστίνην... Εντός ολίγου μάλιστα τους υπερέβη γενόμενος προφήτης και αρχηγός και πρόεδρος των συναθροίσεων αυτών και συγκεντρώσας πάσαν εξουσίαν και κύρος εις τας χείρας του.
Μ' εγνώρισεν αμέσως και όταν εσήκωσα απάνω του το μαχαίρι, κράζοντας αυτόν «φονιά των παιδιών μου», άπλωσεν ο φόβος στην όψι του θανάτου πρασινάδα. Ήταν άφωνος και παράλυτος και δεν μπορούσε ούτε να παρακάλεση ούτε να γονατίση. Όσα όμως δεν ημπορούσαν να κάμουν τα γόνατα και η γλώσσα τα έκαμνε το μάτι. Το βλέμμα του μου έλεγεν Αμάν! μου φιλούσε τα χέρια, μου έγλειφε τα πόδιά.
Δεν έπρεπε να φέρωσι τίποτε μεθ' εαυτών· ούτε πήραν δι' άρτον· ούτε βαλάντιον διά χρήματα· ούτε ενδύματα προς αλλαγήν· ούτε υποδήματα οδοιπορίας αντί των συνήθων πεδίλων των· ούτε να προμηθευθώσι ράβδον διά την πορείαν, εκτός αν είχον ήδη· η αποστολή των, καθώς όλαι αι μέγισται και ανυσιμώταται αποστολαί όσας εγνώρισεν ο κόσμος, έπρεπε να είνε απλή και αυτάρκης.
Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τόρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ' έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κ' εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν