Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.

Να συστηθή αναγνωρισμένη Εκκλησία μέσα στο Κράτος· να λείψουν πια τα αιώνια τα σκάνταλα. Αν κακοφαρμόστηκε, το είδαμε το γιατί. Δεν είχε ο καλότυχος την αρετή να περιορίζη μήτε τους αυλικούς του μήτε το θυμό του. Κ' έτσι έφερνε κάποτες αταξία και ρήμαξη εκεί που γύρευε να θεμελιώση τάξη κ' ειρήνη.

Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε νάρχεται πρώτο. Ίσως για ν' αληθέψη το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι». Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ' όλη της τη δόξα την τωρινή.

Πρώτος ο Κώστας τον είχε ξαναχτισμένο και μεγαλωμένο, κ' έτσι βάσταξε ως τον καιρό του Αρκαδίου. Είδαμε στο δρόμο μας απάνω κάμποσες σκηνές, και πολύ δραματικές μάλιστα, μέσα στο ιστορικό αυτό τέμενο.

Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε.

Κ' εδώ η ίδια συμμετρία στα πρόσωπα, με κάποιο μάλιστα γέρμα του κεφαλιού που σου θυμίζει την παλιά τέχνη, την κλασσική. Δυο λόγια τώρα για τους τεχνίτες. Πρώτα για τον Ανθέμιο. Από τις Τράλλες της Λυδίας αυτός, καθώς είδαμε. Είχε σκεδιασμένα ο Ανθέμιος κι άλλα πολλά χτίρια. Συνήθιζε να τοιμάζη τα έργα του κάθε τεχνίτη ή μάστορη με προπλάσματα και με δείγματα που χάραζε.

Μια όμως και προβάλανε στη μέση ο Λικίνιος και ο Μαξιμίνος, κι' ανταμωθήκανε στο Βυζάντιο, που μόλις το πήρε ο Μαξιμίνος κ' ήρθε και το ξανάρπαξε ο Λικίνιος , τι προκοπή μπορούσε να δη η δύστυχη η πόλη! Μόνο που δεν ξολοθρεύτηκε πάλι ολότελα. Πάσκισε μάλιστα ο Λικίνιος να την οχυρώση και να την κάμη ανίκητη. Την οχύρωσε, μα ολότελα ανίκητη δεν την έκαμε. Την είδαμε την τύχη της στα 323.

Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς.

Μια θύρα 'κεί θεόρατη Υψόνονταν, μεγάλη, Που Αγγελούδια φύλαγαν Τα φύλλα της τα μαύρα. Μπαίνομε μέσα. Κτίρια Είδαμε τότε γαύρα, Που μέσα τους βασίλευε Κρύα σιγή μεγάλη. Αφίνομε τα κτίρια, Και πάλι προχωρούμε. Αγνώριστοιτους φύλακας, Άγνωστοιτους Αγγέλους. Σε δυο δρόμους 'φθάσαμε Αγνώριστ' επί τέλους· Άξαφνα μ' αναλήφθηκε Η μάνα. Τη στερούμαι.

Είδαμε λοιπόν πως ο Θεοδόσιος είχε δυο μεγάλες ιδέες, και πως τις έβγαλε και τις δυο πέρα. Τη μια την πολιτική, πολύ μα την αλήθεια πιο πιδέξια και πιο φιλάνθρωπη από την άλλη, τη θρησκευτική. Το μεγαλήτερο χάρισμά του, και το πιο χρειαζούμενο τότες, είταν η σιδερένια του θέληση. Αυτή τον έκαμε μεγάλο το Θεοδόσιο.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν