United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζηλεύω τους πεθαμμένους, και ήθελα να ήμουνα μαζί τους. Δεν θέλω ούτε την αυγή να βλέπω πια, μα ούτε στη γη απάνω να πατώ· τόσω αγαπούσα εκείνην που μ' άρπαξεν ο θάνατος στον Άδη να την δώση. ΧΟΡΟΣ Προχώρησε, προχώρησε. Πήγαινε μέσ' στο σπίτι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο!.... ΧΟΡΟΣ Ο πόνος σου τους στεναγμούς αξίζει. ΑΔΜΗΤΟΣ Ωχ! ΧΟΡΟΣ Ξέρω στην οδύνην σου πως είσαι βυθισμένος. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο.....

Και την εφίλησε γλυκά 'ςτά μάτια και 'ςτό στόμα. — Ρώτησα εγώ χίλιους γιατρούς. Κι' αν θέλης για να γειάνω Από τα Μήλα τα Χρυσά να πας και να μου φέρης. Έφεξε η δεύτερη αυγή και πριν να δώση ο ήλιος Καββαλικεύει τ' άλογο και φεύγει ο παντρεμμένος, Και 'πήγε ναύρη τα Χρυσά τα Μήλα να τα φέρη, Για να τα φάη η γυναίκα του να ξαναγειάνη πάλι. 'Στο δρόμο μάγισσα 'ρωτά, πούν' τα Χρυσά τα Μήλα.

Ετούτη είναι η αιτία διά την οποίαν ο Μουζαφέρ επιθυμεί ότι σήμερον να την στεφανωθής, και απερνώντας την νύκτα με αυτήν, το ταχύ να την χωρίσης διά να την ξαναλάβη ο υιός του· και δι' αυτό σου τάσσει να σου δώση πενήντα φλωριά· θέλεις λοιπόν να του κάμης αυτήν την χάριν; Μετά πάσης χαράς, απεκρίθη ο Κουλούφ, είμαι πολλά έτοιμος διά να τον δουλεύσω.

Κι' όταν γίνουν όλα ίσα και δοθούν από κοινούεμάς, πώχουμε το νου, θα φυλάμε με τα δόντια τον παρά μέσ' στα ταμεία, και τον άνδρα της θα βγάζη στη βοσκή η κάθε μία. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα καλά, κι' όποιος δεν έχει φανερά λοιπόν χωράφι, πώς θα ξέρουμε αν έχει φυλαγμένο το χρυσάφι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ θα το φέρη να το δώση, ειδεμή θα ψευδορκήση. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπα! κι' από της ψευδορκίες μη δεν το 'χει αποκτήση;

Ξένος αυτός, μα πρόθυμος για να πληρώση καλά θροφεία στο Άργος, τέτοια φοβερίζει τους πύργους μου, που είθε ο θεός να μην τα δώση. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Να ’ταν απ’ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαν των λογισμών των, κ’ ήθελε μαζί μ’ εκείνες χαθούν πανάθλια οι ανόσιες καύχησές των.

Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο ότι είνε καλλίτερα, άμα του το έλεγέ τις· ησθάνετο δ' ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου. — Μακάρ' ο θεός να δώση να είσαι καλά. Θα σηκωθής, Θανασάκη μου; θα κάμης κουράγιο νάρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ στεφάνι; — Να ιδώ . . . σαν μπορέσω . . . Όπως μου πη ο γιατρός.

Δεν αρκεί ότι δεν δυνάμεθα να καταστήσωμεν ο ένας τον άλλον ευτυχή, πρέπει ακόμη και ν' αφαιρώμεν ο ένας από τον άλλον την ευχαρίστησιν, την οποίαν κάθε καρδία κάποτε αυτή ακόμη εις τον εαυτόν της ημπορεί να δώση.

Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα. — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου. Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.

Ο σκλάβος μου απεκρίθη πως ο αφέντης μου διά την ώραν δεν ημπορεί να σου δώση ακρόασιν, με το να είναι αντάμα με μίαν νέαν κόρην που ξεφαντώνουν.

Είμεθα υποχρεωμένοι να ακολουθήσωμεν την εκφοράν, αλλά θα αργοπορώμεν, διά να μείνωμεν οπίσω. Σεις περιμένετε εις τα πρόθυρα του μικρού ναού της Λιβιτίνης . Ο Θεός να δώση να είναι σκοτεινή η νυξ. Η συνδιάλεξις έληξεν. Αφού έμειναν σύμφωνοι δι' όλα, ο Νίγηρ μετέβη εις το πανδοχείον πλησίον των ανθρώπων του, ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου και του Βινικίου.