Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Την αυριανή ως τόσο, σα συνέφερε πάλε ο κόσμος, άρχισαν και τα ξανασκάλιζαν και τα ξαναγύριζαν από τη μια κι από την άλλη, να μην είναι τάχα κι άλλος φταιξάρης. Δεν τους έσωνε η Μαζώχτρα. Με τα λόγια λοιπόν του ενού, με τις αβανιές του αλλουνού, αρχίζει κι ανάμεσα στις δυο φαμελιές, Πανάγου και Μιχάλη — όσοι δεν αποδιαβάστηκαν από τα πριν — η αναπόφευγη η λογοτριβή, το καράζι, η ζούλια, το μάλωμα.
Αλλά πηγαίνετε τώρα, διά να προφθάσουν να δικασθούν ολίγαι υποθέσεις σήμερον. ΕΡΜ. Πάμε λοιπόν. Ας ακολουθήσωμεν την οδόν ήτις αρχίζει από το Σούνιον και διέρχεται ολίγον κατωτέρω του Υμηττού και αριστερά της Πάρνηθος διά να φθάση εκεί όπου φαίνονται δύο υψώματα. Φαίνεσαι ότι ελησμόνησες προ πολλού τον δρόμον.
Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα.
Αρχίζει σωστός πόλεμος, καταπονεί ο λαός τη φρουρά, τη διώχνει, τρέχει στη φυλακή, σπάνει τις πόρτες, βάζει φωτιά στο Πραιτώριο, παίρνει η φωτιά δρόμο, και ξολοθρεύει μεγάλο μέρος της Πόλης. Η Άγια Σοφιά, τα λουτρά ο Ζεύξιππος, μέρος του ιπποδρομίου από την πλευρά του Αυγουσταίου, πάμπολλα άλλα χτίρια και δημόσια κ' ιδιωτικά, κάηκαν όλα.
Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο... Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι, Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη.... Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα.... Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει.... Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει... Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε, Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν... Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι, Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.
Ο έπαρχος ως τόσο του Πραιτωρίου, ο Ευδαίμονας, αρχίζει αμέσως και ξετάζει να βρη τους πρωταίτιους της ταραχής, και βρόντας εφτά, αποκεφαλίζει τους τέσσερεις, και προστάζει να κρεμάσουν τους άλλους τρεις. Ο ένας από τους τρεις αυτούς κρεμάστηκε, οι άλλοι δυο, ένας Πράσινος κ' ένας Κυανός, από λάθος του δήμιου έπεσαν από την κρεμάλα.
— Απ' εδώ αρχίζει ο αγών, και ιδού το πρώτον της Οδού μου σημείον. Βλέπεις το άγαλμα εκείνο, το ευρισκόμενον επάνω εις τον υψηλόν οβελίσκον; — Όχι· δεν βλέπω τίποτε· βλέπω τον οβελίσκον, αλλά το βλέμμα μου μέχρι της κορυφής του δεν φθάνει.
Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι. Ο Άριελ τραγουδάει.
Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφθαλμούς της ψυχής του, και οιονεί μυστηριώδης επίνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του. — Θα είνε κλέφταις· είπε. Και χωρίς να χάση καιρόν, πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχη επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον. — Εις όνομα Κυρίου· εψιθύρισε μόνον.
Το διάγγελμα του αυτοκράτορος ανεγνώσθη την 15 Απριλίου 628 εις την εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας από του άμβωνος πανηγυρικώς, εν μέσω απείρου συρροής περιχαρούς λαού. Το αυτοκρατορικόν διάγγελμα αρχίζει ως εξής·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν