Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Και την πρωίαν εκείνην, κατά την συνήθειάν της η Αρφανούλα, πριν μεταβή εις το εργοστάσιον, διερχομένη, εμβήκεν εις την Καπνικαρέαν, κ' ελαφρά-ελαφρά, ως πτηνόν βηματίζουσα, με την ελαιόχρουν κοντήν μπερτίτσαν της και με το εκ μαύρου ψιαθίου καπελάκι της, ήναψε κηρίον εις το εικονοστάσιον, ησπάσθη ευλαβώς την εικόνα της Θεοτόκου και ρίψασα βιαστικά βλέμματα προς το βάθος όπου ετελείτο η θεία Μυσταγωγία, έκαμε πεντέξ σταυρούς ακόμη, βιαστικά, κ' εξήλθε πάλιν, ελαφρά-ελαφρά βηματίζουσα ως πτηνόν, η Αρφανούλα με την κοντήν μπερτίτσαν της, κατευθυνομένη με σπουδήν, προς την οδόν Ερμού, εις το εργοστάσιον, ως πτηνόν κυνηγημένον.
Το βράδυ, ότε επέστρεφεν η Αρφανούλα από το εργοστάσιον, με λύπην της τον έβλεπε τον αδελφόν της κατακομμένον ως να έσκαπτε, με τους δακτύλους της δεξιάς του πληγωμένους και καταμελανωμένους. Αλλά δεν ωμίλει, μήπως και συνειθίση. Ούτε ο Σπύρος ωμίλει μήπως και συνειθίση.
Και ενώ ο μπάρμπα Σταυρής έκλειε την αυλόπορταν σταθείς είπε: — Καλό είνε παιδί μου, το καθησιό, μα το ξάπλωμα είνε ακόμα καλλίτερο! — Δεν θα σ' ενοχλώ πλεια, Αρφανούλα μου, είπε με χαράν μίαν εσπέραν μετά ταύτα ο Σπύρος προς την αδελφήν του.
Και έμαθεν ότι εις την Αγίαν Μαρίναν άνοιξεν ένα εμπορικάκι που πωλεί φθηνά, πάμφθηνα, που δε ζητάει τα βερεσέδια ο εμποράκος, που δεν σημειόνει, που τον γελάνε τα παιδάκια και τα κοριτσάκια· που του κλέβουν τα κονδύλια και της πλάκαις και της κορδελίτσαις από μπροστά από τα μάτια του, και τόσα άλλα. Η Αρφανούλα τα είπεν αυτά εις τον αδελφόν της, χωρίς ν' αναφέρη τον Μπάρμπα-Σταυρήν.
Αλλά μετά τρεις μήνας, έξαφνα έρχεται θυμωμένος ο Σπύρος και της λέγει: — Πες του χαιρετίσματα του Μπάρμπα-Σταυρή, Αρφανούλα μου. Ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης. Έχω τρεις μέραις να πιάσω δεκάρα, και χρεωστώ μισθούς εις τον σερβιτόρο, και χρεωστώ το ενοίκιον. Δεν σ' αφίνει ο φθόνος, Αρφανούλα μου. Ήλθε δίπλα μου ένας άλλος και άνοιξεν άλλο καφενείο, και μου πήρε όλους τους μουστερήδες,
Πλην μετά μίαν εβδομάδα η Αρφανούλα έξαφνα ακούει τα παράπονά του: — Τι να σου κάμω, Αρφανούλα μου; Εσύ πιστεύεις τον Μπάρμπα-Σταυρή και δεν πιστεύεις εμένα. Με κυνηγά η ατυχία καϋμένη. Τι να σου κάμω! Το συμβολαιογραφείο το έκλεισαν διά μίαν κατάχρησιν του συμβολαιογράφου! Τότε ο Μπάρμπα-Σταυρής λυπούμενος περισσότερον την Αρφανούλαν τον συνέστησεν εις άλλο συμβολαιογραφείον.
Και είχεν η Αρφανούλα το σχέδιον, σύμφωνα με τας ιδέας του Μπάρμπα-Σταυρή, με τον καιρόν, ν' ανοίξη ίδιον εργοστάσιον, ώστε να μη καρπούται άλλος τα κέρδη της ευφυίας της. Αλλ' ο Σπύρος ο αδελφός της, αργός από πρωίας έως εσπέρας, εγένετο πάντοτε κώλυμα ανυπέρβλητον εις τα σχέδιά της εκείνα. Πώς να τον αφήση; Τον αγαπούσε. Τον επροστάτευεν.
Η Αρφανούλα έρριψεν ακόμη ένα τελευταίον χέρι εις την τακτοποίησιν και ένα τελευταίον βλέμμα εις την εστολισμένην πλέον τράπεζαν του Σπύρου, ήτις έστιλβεν ως κάνιστρον πλήρες αγροτικών ανθέων και απήλθεν ευχαριστημένη από την απροσδόκητον παρουσίαν εκεί του θείου της, ευχηθείσα «καλήν πούλησιν».
Πες του, Μπάρμπα- Σταυρή, τας τιμάς, είπεν η Αρφανούλα, γιατί σήμερα — ημέρα που είνε — έχω 'ς το εργοστάσιον σωρό δουλειά και βιάζομαι. Να ζήσης, Μπάρμπα-Σταυρή. Ξέρεις εσύ, γιατί είχες μια φορά ψιλικατζίδικο. Εγώ θα σε παρακαλούσα από τα χθες, αλλά ντράπηκα. — Έννοια σου, Αρφανούλα μου, έννοια σου. Μπορούσα εγώ να σας αφήσω!
Πόσα μου είπες η ροκάναις η μεγάλαις, πόσα η μικραίς και πόσα η σφυρίκτραις: Πού να θυμηθώ; Η Αρφανούλα τον είδε με βλέμμα λύπης και απελπισίας, έσεισε την κεφαλήν της και είπεν. — Άκουσέ τα λοιπόν πάλιν γλήγωρα, γιατί βιάζομαι. Πενήντα η μεγάλαις η ροκάναις, τριάντα η μικρότεραις, είκοσι η πειο μικραίς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν