Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουλίου 2025
— Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε.
Ενώ δε ίσταντο έντρομοι και διστάζοντες εκεί, Αυτός και πάλιν τους ηρώτησε, «Τίνα ζητείτε;» Πάλιν εκείνοι απήντησαν, «Ιησούν τον Ναζωραίον». «Είπον υμίν, απεκρίθη, ότι Εγώ ειμι· ει ουν Εμέ ζητείτε, άφετε τούτους υπάγειν». Διότι Αυτός είχεν ειπεί εν τη προσευχή Του, «Ους δέδωκάς Μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο».
Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .
Εκεί αι Αμαζόνες ωδοιπόρουν προς τους κατωκημένους τόπους· την πρώτην όμως αγέλην ίππων την οποίαν απήντησαν την διήρπασαν και αναβάσαι επί των ίππων τούτων ελεηλάτουν την χώραν των Σκυθών.
Το ταίρι του ο κόσμος δεν το έχει! Ίνβερνες. Θάλαμος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ. Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ αναγινώσκουσα επιστολήν. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ «Με απήντησαν την ημέραν της νίκης, αι ασφαλέστεραι «δε αποδείξεις με πείθουν, ότι γνωρίζουν περισσότερα παρά «όσον φθάνει νους ανθρώπου. Ενώ μ' έκαιεν η επιθυμία να «τας ερωτήσω και άλλα, έγειναν αέρας και ανελήφθησαν εις «τον αέρα.
Σεις δότε χρώμα κι' εις εμέ και άρωμα κι' αέρα, φυτά δικοτυλήδονα και μονοκοτυλήδονα, και τα φυτά μ' απήντησαν «βρε τράβα παραπέρα κι' αυτά να πας, παληόγερε, και να τα 'πης 'στόν κλήδονα». «Είναι κατάξηρος για σε και μαύρη ερημιά το κάθε περιβόλι, κι' αν 'στήν κουμπότρυπα και συ καρφώσης γιασεμιά θα σε γελάσουν όλοι.
Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον όσους προσεκάλει. Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν στρατηγόν.
Εκείνος ή τα δαιμόνια απήντησαν: — «Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμεν». Ο άνθρωπος είχε χάσει το ατομικόν όνομά του. Είχε χωθή τούτο ανάμεσα εις το πλήθος εκείνο των δαιμόνων. Και πάλιν παρεκάλεσε να μη τους κλείση εις την άβυσσον, αλλά να τους επιτρέψη να εισέλθουν εις την αγέλην των χοίρων. Η επακολουθούσα διήγησις είνε δύσληπτος δι' ημάς. Δεν έχομεν την κλείδα της αληθούς σημασίας της.
Δυνάμεθα να υποθέσωμεν ωσαύτως ότι εχρησίμευσε διά να καταστήση όλους τους παρόντας μάρτυρας της κρατήσεώς Του, και ούτω να προλάβη το δυνατόν πάσης κρυφίας δολοφονίας ή απάτης. «Ιησούν τον Ναζωραίον», απήντησαν εκείνοι. «Εγώ ειμι», είπεν ο Ιησούς. Αι ήρεμοι αύται λέξεις επήνεγκον αιφνίδιον παροξυσμόν τρόμου.
Και τότε υψώθη, ως νικητήριος παιάν, η φωνή του ιερέως, ψάλλοντος: «Είς Θεός μέγας, ο Θεός ημών». Αφού δ' ετελείωσε το τροπάριον, ο Αστρονόμος, υψώσας το ποτήρι του με κίνημα ανθρώπου ετοιμαζομένου να πυροβολήση από ενθουσιασμόν, ανεφώνησε με φωνήν παλλομένην: — Εις υγείαν τση Ρωμιοσύνης! — Εβίβα! απήντησαν οι άλλοι ομοφώνως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν