United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσεδόκα δε μετά πολλής ανυπομονησίας την επάνοδον του θεράποντός του. Παράδοξον δε ότι εφοβείτο μήπως ο Μάχτος δεν έλθη, μήπως ο Θευδάς δεν επιστρέψη, και καθ' όλου προέβλεπε πρόσκομμά τι εις την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του. Διέκρινεν ως σκιάν τινα ορθίαν εν τω σκότει, απειλητικήν και ζητούσαν να ματαιώση τα σχέδιά του.

— Α! κ' η μαμμίτσα μου αμόνει στ' όνομά σου; — Θεός ξέλει... — Την άκουσα, μητέρα, να το λέη της θειά-Περμάχους, κ' η θειά- Περμάχου της έλεγε... Η ασθενής έκαμε κίνημα όχι περιεργείας ή ανυπομονησίας διά ν' ακούση, αλλά μάλλον αποτροπιασμού όπως μη ακούση τα λεγόμενα. Η μικρά εξηκολούθησε χωρίς να εννοήση·

Του εφαίνετο προσέτι ότι, εάν η Λίγεια τον ηγάπα, όλα τα προσκόμματα θα παρεκάμπτοντο, διότι αυτός ήτο πρόθυμος να πιστεύση εις τον Χριστόν. Διά τούτο εζήτει να ίδη τον Παύλον τον Ταρσέα, του οποίου ο λόγος τον συνεκίνει. Αλλ' ο Παύλος είχεν αναχωρήσει δι' Αριαίαν, και επειδή αι επισκέψεις του Γλαύκου έγιναν αραιότεραι, ο Βινίκιος ευρέθη εις εντελή μοναξίαν και εκυριεύθη υπό ανυπομονησίας.

Όλοι, οπλίται και λαός, κατείχοντο υπό ανησύχου ανυπομονησίας.

Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της.

Επόνει ο δυστυχής και εκράτει διαρκώς την χείρα επί του αριστερού οφθαλμού του. Ήτο η σειρά του ήδη και επερίμενε μετά προφανούς ανυπομονησίας, όρθιος, προσηλών τον δεξιόν οφθαλμόν εις την θύραν του δωματίου του οφθαλμιατρού. Ο μεσόκοπος ήτο έπαρχος Θήρας.

Και δεν άγει μεν ταχέως εις βιαίαν καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος πυρετός της χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν, και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και σχεδόν ασυνειδήτους παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως αποπληξία, τήκει όμως ως φθίσις.

Αι γυναίκες εδείκνυον εις τα τέκνα των τον Ζάχον ως πρότυπον ανδρείας και οικογενειακής τιμής· τα παλληκάρια τον εζήλευον αι λυγεραί ησθάνοντο την καρδίαν των κάπως σπαρταρίζουσαν δι' αυτόν οι Σουλιώται τον εφθόνουν. Η Μαλάμω εν μέσω αυτών, ασθμαίνουσα εκ της ανυπομονησίας, μόλις συνεκράτει την χαράν της.

Μετά πόσης ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των! Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.

Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.