Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.
Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....
Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς : ― Έπεσε εις την θάλασσαν ! Έπεσε εις την θάλασσαν! Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της.
Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.
Ο πλοίαρχος δεν εβράδυνε να σκεφθεί ότι έχομεν ανάγκην τροφής και διέταξε να μας διανείμωσι παξιμάδια. Μας εφάνησαν ως το μάνα εν τη ερήμω ! Τα εδέχθημεν ευλογούντες τον Θεόν και απονέμοντες εγκαρδίους ευχαριστίας προς τον πλοίαρχον, και δεν ήκουες εντός ολίγου ή την χαρμόσυνον μουσικήν τοσούτων πεινασμένων οδόντων αλεθόντων τα σκληρά του πλοίου παξιμάδια. Η Ανδριάνα μόνη δεν έτρωγεν.
Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος.
Αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου σειομένην υπό της φαιδράς πλημμύρας αρχαίων αναμνήσεων, και ότε ήνοιξε την θύραν η Ανδριάνα, η ορφανή της τροφού μου θυγάτηρ, η εύθυμος συμπαίκτρια των παιδικών μου χρόνων, η αφωσιωμένη της μητρός μου υπηρέτρια, ότε ήνοιξε την θύραν και ιδούσα ημάς απροσδοκήτως ενώπιον της, έκθαμβος και περιχαρής ήνοιγε τα χείλη να φωνάξη της ελεύσεώς μας την αγγελίαν, εγώ εχύθην και, πριν έτι προφθάση να κράξη, έκλεισα με την μιαν χείρα το στόμα της, με την άλλην δε έσυρα την λευκήν ουράν του χιακού κεφαλοδέσμου της, και ελύθησαν αι πλεξίδες της, και έμεινεν εις την χείρα μου η λευκή οθόνη.
Έμπροσθεν της θύρας εύρομεν τέσσαρα ζώα έτοιμα και την Ανδριάναν επισπεύδουσαν την αναχώρησιν. Οι γονείς και αι αδελφαί μου ανέβησαν επί των όνων και εξεκινήσαμεν. Η Ανδριάνα κ' εγώ ηκολουθήσαμεν πεζοί. Κατ' εκείνην την στιγμήν ηκούσθη αίφνης μακρόθεν πυροβόλου κρότος. Πλησιέστεροι κανονοβολισμοί διά μιας τον διεδέχθησαν. Εστράφημεν εν σιωπή ο είς προς τον άλλον.
Ουδ' ενθυμούμαι πώς ευρέθημεν επί του καταστρώματος του πλοίου. Οι τουφεκισμοί εκ διαλειμμάτων εξηκολούθουν, η δε λέμβος επήγαινε και ήρχετο και την έβλεπα εκάστοτε επιστρέφουσαν, προσπαθών να ίδω μακρόθεν εάν ήσαν εντός αυτής ο πατήρ μου και η Ανδριάνα. Εις το τελευταίον της μόνον ταξείδιον τους είδα επί τέλους ερχομένους. Ήμεθα ήδη πάντες επί του πλοίου, και ήμεθα εκατόν ογδοήκοντα ψυχαί!
Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου, αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρη και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν απόκρισιν εκ Ψαρών. Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν