Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουλίου 2025
Μετά πολυχρόνιον αποδημίαν περιηγηθείς εσχάτως την Ήπειρον, μετέβην και εις την κωμόπολιν του Γεροστάθου, όπου τόσαι γλυκείαι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας θερμώς μ' επροσκάλουν. Αλλά την μεν κωμόπολιν εύρον σχεδόν έρημον ζητήσας δε με πάλλουσαν καρδίαν το σχολείον και την οικίαν του γέροντος, δεν εύρον ειμή ερείπια.
Ήτο ελεεινός! Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη. Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη, ούτε να τας διεκφύγη.
Πάντα τα διηγήματά του δεν είνε ή αναμνήσεις της εποχής εκείνης· ουχί όμως αναμνήσεις ξηραί, διότι πάντοτε εφρόντισε να συνδυάση προς αυτάς ωρισμένα επεισόδια ή γενικωτέρας κοινωνικάς και φιλολογικάς σκέψεις.
Και δίπλα εις το Τριμόρφι εκρέμαντο από καρφίον συνημμένα, εις τεμάχιον λευκού πέπλου τυλιγμένα, τα δύο στέφανα, τα στέφανα του γάμου. Α! ήρχοντο, ναι, ακόμα αι αναμνήσεις του γάμου, αλλ' ήρχοντο απαίσιαι, και κατ' άλλην όψιν.
ΚΑΤΑ την εικοστήν πέμπτην Μαρτίου 1820, ημέραν του Ευαγγελισμού, προσεκάλεσεν ο Γεροστάθης μετά την θείαν λειτουργίαν εις το γεύμα του τους δέκα μεγαλυτέρους μαθητάς του σχολείου· μεταξύ δε αυτών συνηριθμείτο ευτυχώς και ο γράφων τας παρούσας αναμνήσεις.
Ήνοιξε την στενόμακρον κασσέλλαν του με έν τερπνόν γλυκοκελάδημα περιστρέψας την μικράν κλείδα εις την μουσικόκρουστον κλειδαριάν της, εξήγαγε μερικούς ξηρούς καρπούς, οίτινες απέκειντο εκεί, της συζύγου του δώρα, του χωρίου του γλυκείαι αναμνήσεις, καρύδια και σύκα και κυδώνια· και παραθέσας αυτά εκάλεσε τους ναύτας: — Ξεκουρασθήτε, βρε παιδιά, τώρα.
Εκείνος δε ο ανήρ ο οποίος δύναται να μεταχειρισθή ορθώς τας τοιαύτας αναμνήσεις, μυούμενος ολοέν εις τα μυστήρια της τελειότητος, μόνος αυτός αληθώς γίνεται τέλειος· απομακρυνόμενος δε των ανθρωπίνων ασχολιών και πλησιάζων προς το θείον, εν ώ νουθετείται μεν υπό των πολλών ως εκτός εαυτού, ενθουσιάζει όμως, χωρίς να φαίνεται, τους πολλούς.
Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας• ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα• ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.
Ο Έφις έσφιγγε στα χέρια του ένα κομμάτι ψωμί και του φαινόταν πως έσφιγγε την ίδια του την καρδιά ταραγμένη από τις αναμνήσεις. «Και λένε πως πιστεύουν στο Θεό, αυτές! Γιατί δεν μ’ αφήνουν να παντρευτώ την γυναίκα που αγαπώ;» «Πάψε, Τζατσίντο! Μη μιλάς έτσι γι’ αυτές! Το καλό σου θέλουν.» «Να μ’ αφήσουν τότε να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου.
Ήδη εις την όψιν αυτού αναμνήσεις και πόθοι εγεννήθησαν και την κατεκυρίευον. Ναι, τον ηγάπα τον Στάθην ωρέγετο ακράτητος την βάναυσον ζωήν του, το άτομόν του, το εργατικόν· ανεγνώριζεν ότι δι' αυτόν και μόνον εγεννήθη, εις αυτόν έπρεπε. . . Έπειτα αυτός ήτο και της τύχης της!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν