Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Η αθόρυβος αυτή πάλη, καθ' ην δεν ακούεται των όπλων η κλαγγή, αλλ' εις την οποίαν οι αγωνιζόμενοι καθ' ημών είνε τόσον μάλλον τρομεροί, όσον είνε αφανείς, διεξήγετο καθ' όλην την μακράν περίοδον του πρώτου σταδίου της ζωής του.
Άσε με, άσε με να φύγω, ίσως σε λίγο είναι αργά. Πήγαινε κάτου. Γύρισε όλο το σπίτι. Και κλείσε τα παράθυρα, Και σφάλοιξε τις πόρτες. Και μην ανοίξης σε κανένα — ακούς; σε κανένα. Η βουή τώρα ακούεται πια από πολύ κοντά. Ο Φιντής στέκεται μαζωμένος σε μια άκρη και άφωνος. Πάψη. ΥΠΕΡΕΤΗΣ. Όλα σφαλοισμένα. Και τα παράθυρα στο κάτου πάτωμα, κ' η μεγάλη οξώπορτα, κ' η μικρή πόρτα του κήπου.
Τα παράθυρα, οι πόρτες του ανοιγοκλείουν βιαστικά, κοιμισμένα κεφάλια, νυσταγμένα σώματα βγαίνουν. Ο καμπουριασμένος σταθμάρχης με το μικρό φαναράκι του στα χέρια και τη σφυρίχτρα του στα χείλη πάει κ' έρχεται.. Η φωνή του τόρα ακούεται βραχνή: — Στις θέσεις σας, κύριοι!.....
Μανθάνει ανάλγητος της συζύγου του την αυτοχειρίαν, η δε μόνη της θλίψεως αυτού έκφρασις είναι ο εξής απελπιστικός του βίου ορισμός: Δεν είν' ο βίος άλλο, παρά σκιά που περπατεί, παρά θεάτρου μίμος, οπού πηγαίνει κ' έρχεται μιαν ώραν 'ς την σκηνήν του, και πλέον δεν ακούεται. Είν' ένα παραμύθι που λέγει ένας παλαβός — βοήν, θυμούς γεμάτον, αλλά δεν έχει νόημα!
Αυτό είνε το τιμολόγιο!... Επί τινα λεπτά έπαυε ν' ακούεται η φωνή του.
Ουδ' είνε βεβαίως τοιαύτα τα μετ' ολίγον εμφανιζόμενα, αλλ' έχουσιν ένδυμα διαφανή νεφέλην και ούτε η φωνή αυτών ακούεται ούτε το πάτημά των, αλλ’ ολισθαίνουσιν ως σκιαί επί της χλόης ή πτερυγίζουσι περί τα άνθη ως χρυσαλλίδες.
Μια κόρη σ' έμεινε, ω Ληρ, κι' αυτή εξαγοράζει όσας κατάρας ήξιζε να δώσης εις την φύσιν διά τα άλλα σου παιδιά. ΕΔΓΑΡ Σε χαιρετώ, αυθέντα. ΑΞΙΩΜ. Ώρα καλή. Τι αγαπάς; ΕΔΓΑΡ Παρακαλώ, αυθέντα, ειπέ μου, αν ακούεται πότε θα γίν' η μάχη; ΑΞΙΩΜ. Το πράγμα είναι φανερόν. Όπ' έχει αυτί τ' ακούει. ΕΔΓΑΡ Παρακαλώ, είναι κοντά το στράτευμα το άλλο; ΑΞΙΩΜ. Κοντά, και όλον προχωρεί.
Τρέχει ο πατέρας με το Γιαννάκη 'ς τα χέρια, φθάνει και η Βασιλική · η Φωτεινή σηκώνεται να τους αγκαλιάση, την πέρνουν εκείνοι μέσα. Έξαφνα όμως ένας δυνατός κρότος ακούεται έξω. — Σεισμός, εφώναξεν η μητέρα και εσταυροκοπήθη. Ο πατέρας έτρεξε με το φώς εις το χέρι, αλλά τι να ίδη. Εστάθη εμπρός εις την θύραν, χωρίς να ημπορή να ομιλήση.
Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι εν Αθήναις, όπου και αυτός ο καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου; Μόλις που βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του θεάτρου των Ποικιλιών. Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από της οδού η φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν