United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μούτον ανυπόφορο να βλέπω έτσι κείνη που μεγέννησε καισθανόμουν ντροπή μαζή και θλίψη νανακαλύπτω ότι κείνη, που της έδιδα την καλωσύνη της Παναγίας, ήτο τόσο άδικη και σκληρή για μια κοπελιά, σαν το Βαγγελιό. Η λύπη κη αγανάχτησή μου ξεθύμανε, όσο μπορούσε να ξεθυμάνη, σένα γράμμα από κείνα που δε θα πήγαιναν.

Και επειδή εις την πολιτείαν εκυρίευεν ένα είδος λοιμικής νόσου απέθνησκον πολλοί· όθεν σχεδόν καθ' ημέραν εκατέβαζον ένα νεκρόν με ένα ομού ζωντανόν, μετά επτά ψωμιά και το νερόν του· εγώ με τον ίδιον τρόπο τους τα άρπαζα, έπειτα με ένα ξύλον τους έδιδα μίαν ή δύο ξυλιές εις το κεφάλι, και εκείνοι από τον φόβον τους απέθνησκον εν τω άμα.

Αυτό απεσύρετο, καθ' ην στιγμήν ήδη η Καρολίνα εξήρχετο και είπε: «Λουδοβίκε, δος το χέρι σου εις τον εξάδελφον». Το έκαμε με πολλήν ελευθερίαν και δεν ηδυνήθην, μολονότι η μικρή του μύτη ήτο γεμάτη μύξες, να μη το φιλήσω με όλην μου την καρδίαν. — Εξάδελφος είπα, ενώ της έδιδα το χέρι· πιστεύετε ότι είμαι άξιος της ευτυχίας να είμαι συγγενής σας — Ω, είπε με ελαφρόν μειδίαμα, η συγγένειά μας είναι πολύ εκτεταμένη, και θα ελυπούμην αν θα είσθε ο πλέον μακρινός συγγενής μας.

Όσον αφορά τον Χίλωνα, εγώ θα του έδιδα πέντε χρυσά· πλην αφού άπαξ διέταξες να τον μαστιγώσουν, έπρεπε να τον θανατώσουν διά της μάστιγος, διότι τις οίδεν αν μίαν ημέραν δεν γίνη και αυτός επίφοβος, αλλά νυστάζω και καλόν είναι να φεύγωμεν «καλήν νύκτα λοιπόν». Ο Πετρώνιος και η Ευνίκη απήλθον.

Αλλ' υπόθεσε, ω Ερμή, την χειροτέραν περίπτωσιν, ότι αντί να του δώσω την μικροτέραν μερίδα, δεν του έδιδα τίποτε? λοιπόν διά τούτο έπρεπε, κατά το δη λεγόμενον, να αναστατωθή η γη και ο ουρανός και να επινοηθούν δεσμά και σταυροί και ολόκληρος Καύκασος και ν' αποσταλούν αετοί και να σπαράσσουν το ήπαρ; Πρόσεξε μήπως αυτά μαρτυρούν πολλήν μικροψυχίαν του αγανακτούντος και ευτέλειαν χαρακτήρος και πολλήν ευκολίαν θυμού.

Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν, καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου, και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού.

ΛΗΡ Διότι δεν είναι οκτώ; ΓΕΛΩΤ. Εύγε σου! Τι καλόν τρελλόν θα έκαμνες! Να το πάρη, λέγει, διά της βίας! Τέρας αχαριστίας! ΓΕΛΩΤ. Αν σε είχα τρελλόν μου, παππού, θα σου έδιδα ξύλο, διότι εγήρασες πριν της ώρας σου. ΛΗΡ Πώς τούτο; ΓΕΛΩΤ. Πρώτα έπρεπε να βάλης γνώσιν, και ύστερα να γηράσης. ΛΗΡ Να μη μου φύγη, ω θεοί, ο νους! Να μη μου φύγη! Ω! δότε μου υπομονήν! Να τρελλαθώ δεν θέλω! ΛΗΡ Τα άλογα;

Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν.

Εις τούτους παρεδόθην με την υπόσχεσιν μεγάλου ποσού χρημάτων, των οποίων μέρος μεν κατέβαλα αμέσως, μέρος δε θα έδιδα όταν θ' απέκτων την όλην σοφίαν, και εζήτησα να με κάμουν αστρονόμον και να με διδάξουν την τάξιν του σύμπαντος.