Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα! — Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, — κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών. Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε!
« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να μάση χίλια αγριόγιδα και να τα κάνη στάνη, » Να τα βοσκάη στους γκρεμούς, στα πλάγια να τ’ αρμέγη » Να βγάζη τ’ αγριοβούτυρο, να πήγη τ’ αγριοτύρι;
Λάβετε υπ' όψιν όχι μόνον την σπουδαιότητα της ποινής, την οποίαν θα υποστώμεν, αλλ' ότι θέλουν υποστή αυτήν άνδρες ωσάν ημείς και ότι δεν δύναται κανείς να προΐδη πότε και επάνω εις ποίον θα πέση η συμφορά, που δυνατόν να μη ήτο άξιος αυτής.
— Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.
Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.
ΕΔΜ. Θα πασχίσω να φανώ άξιος της αγάπης σου, αυθέντα μου. ΓΛΟΣΤ. Έλειπεν εννέα χρόνους τώρα, και πάλιν έχει να φύγη απ' εδώ... Ο βασιλεύς έρχεται! ΛΗΡ Πήγαινε, Γλόστερ, να συνοδεύσης εδώ τους ηγεμόνας της Γαλλίας και της Βουργουνδίας. ΓΛΟΣΤ. Ορισμός μου, αυθέντα μου.
Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες.... Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.
Είσαι τωόντι άξιος των προγόνων σου, Ατρείδη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Εύγε, Μενέλαε, ότι παρά τας προσδοκίας μου και επαξίως σου αυτού ωμίλησας ορθώς. Των αδελφών τας έριδας διεγείρει πάντοτε ο έρως και η οικογενειακή πλεονεξία. Αλλ' εγώ αποστρέφομαι τοιαύτην συγγένειαν πικράν εις αμφοτέρους. Εν τούτοις αμείλικτος τύχη απαιτεί της κόρης μου τον φόνον.
Αλλ' ενώ ωμίλουν, άλλος ρήτωρ, ουχί αξιοπεριφρόνητος, αλλά μάλιστα πολύ άξιος της προσοχής σας, ως διατείνεται, απεπειράτο να με διακόψη και αντικρούση τα λεγόμενα. Τώρα δε ότε έπαυσα λέγει ότι δεν είνε αληθή και απορεί πώς υποστηρίζω ότι κατάλληλον προς επίδειξιν ευφραδείας είνε το κάλλος οίκου κοσμημένου με χρώματα και χρυσόν, ενώ κατά την γνώμην του το εναντίον είνε αληθές.
Και διά την εκτέλεσιν δε των δικών μεταξύ των ο ίδιος τρόπος να ισχύη, οσάκις πρόκειται περί απειθείας εις την πόλιν ενός ελευθέρου χωρίς να είναι άξιος ούτε ραβδισμών ούτε θανάτου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν