United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτην φοράν οι άνθρωποι εμάνθανον ότι είχον οικογενείας ο υποτελώνης και ο λιμενάρχης, οίτινες από πρωίας μέχρις εσπέρας εχαρτόπαιζαν εν τω καφενείω ελλείψει εργασίας. — Ίσως όμως και να ήλθαν απόψε με το βαπόρι, έλεγον.

Να κυττάξη κανείς ένα πράμα είναι πολύ διαφορετικό από το να το βλέπη. Δεν βλέπει κανείς κάτι όσο δεν βλέπει την ομορφιά του. Μονάχα όταν τη δη, έρχεται εκείνο σε ύπαρξη. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουν την καταχνιά, όχι γιατί είναι καταχνιά, αλλά γιατί οι ποιηταί και οι ζωγράφοι διδάξανε τη μυστηριώδη ερασμιότητα τέτοιων φαινομένων. Μπορεί να υπήρχαν καταχνιές στο Λονδίνο αιώνες τώρα.

Από της λίμνης λοιπόν ταύτης πρέπει να μετρήσωμεν τους εξήκοντα σχοίνους· Όλοι οι άνθρωποι όσοι έχουσιν ολίγην γην εις την Αίγυπτον, μετρούσιν αυτήν με οργυιάς, όσοι έχουσι περισσοτέραν την μετρούσι με στάδια, όσοι έχουσι πολλήν, την μετρούσι με παρασάγγες, και όσοι έχουσι πολλοτάτην με σχοίνους.

Θέλων ούτος να θησαυρίζη εις ασφαλές μέρος, έκτισε δωμάτιον λίθινον, του οποίου είς των τοίχων ήτο εις το έξω μέρος της οικίας· αλλ' ο οικοδόμος, επιβουλευόμενος τα πλούτη εκείνα, εμηχανεύθη το εξής· προδιέθεσε μίαν πέτραν του τοίχου ούτως ώστε δύο άνθρωποι, ή και είς μόνος, να δύνανται ευκόλως να την εκβάλλωσιν. Αφού ετελείωσε το οίκημα, ο βασιλεύς απέθεσεν εν αυτώ τους θησαυρούς του.

Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω, εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν' αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.

Ο συναπτόμενος διάλογος «Αλκιβιάδης δεύτερος», αφορμώμενος εκ του ότι προσεύχονται οι άνθρωποι ζητούντες πολλάκις επιβλαβή πράγματα, άγεται εις το ότι αγνοούμεν τι είναι το ωφέλιμον και τι το αγαθόν. Δρ. 2.50 Η μετάφρασις πιστή και φιλολογική υπό του κ. Ν. Καζαντζάκη. ΊππαρχοςΑντερασταί.

Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο... Ένα παραμύθι. Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα.

Εκείνο, όπερ δυσκολευόμενος να νοήση σήμερον ο επισκέπτης ίσταται απορών, είνε πώς κατώρθωναν άνθρωποι να ζώσιν επί του ανύδρου και αξένου εκείνου βράχου, αλλ' η συνελαύνουσα και προσβιάζουσα αυτούς ήτο προδήλως η ανάγκη. Ο φόβος των Αλγερινών, των Βενετών και των Τούρκων τους συνεπίεζε και τους εστοίβαζεν επί της φύσει, απορθήτου εκείνης κόγχης.

Άλλο πράγμα όπου δεν ημπορώ να καταλάβω είνε να υπάρχουν άνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ώστε να δέχωνται να παρασταθούν φίλου των εις μονομαχίαν.

Φανερό, είπε ο γέρος, πως δεν υπάρχουνε ούτε δυο, ούτε τρεις, ούτε τέσσερις. Ομολογώ, πως οι άνθρωποι του κόσμου σας κάνουνε πολύ παράξενες ερωτήσεις. Ο Αγαθούλης δεν έπαψε να ρωτά το γέρο. Θέλησε να μάθη, πώς προσευχόντανε στο Ελδοράδο. — Δεν προσευχόμαστε καθόλου, είπε ο αγαθός και σεβάσμιος σοφός.