United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δι' αυτό σχεδόν όχι μόνον τα ώτα μου εγέμισε μέσα εις τον ενθουσιασμόν του από την θείαν του σοφίαν, αλλά και επροχώρησε και εις την ψυχήν μου. Διά τούτο νομίζω ότι πρέπει να κάμωμεν το εξής.

Οι δύο ερασταί ητοιμάζοντο ήδη να στήσωσι τους εφεστίους των υπό την ιεράν εκείνην και απόρθητον στέγην, ότε περίεργος τις καλόγηρος, θεωρών μετά προσοχής την Ιωάνναν, παρετήρησεν ότι τα ώτα αυτής ήσαν υπότρητα, εκ δε της παρατηρήσεως ταύτης ταραχτείς συνέλαβεν αμέσως παραδόξους υπόνοιας και επιθυμίας.

Ουδόλως δ' υπελόγιζε τον κόπον της ημέρας εκείνης, εξ ου επόνεσαν τα αβρά δάκτυλά της, απέναντι της δειλής χαράς, ήτις σιγά-σιγά εβόμβει εις τα ώτα της ως μακρυνόν άσμα αναγγέλλον την παύσιν των δεινών της.

Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.

Αιφνιδίως αναλαμβάνω συνείδησιν της κινήσεως και του θορύβου, της θορυβώδους κινήσεως της καρδίας μου, αντανακλωμένης εις τα ώτα μου διά του θορύβου των παλμών της. Έπειτα επανέρχεται εκ νέου ο θόρυβος, η κίνησις και η αφήαίσθησις μιας μυρμηκιάσεως που διατρέχει όλον μου το σώμα.

Αλλ' ο εξ εκείνων κίνδυνος απηυθύνετο μόνον προς τα ώτα και μόνον κηρού είχε ανάγκην ο διερχόμενος πλησίον αυτών• συ δε όχι μόνον διά της ακοής, αλλά και διά των οφθαλμών φαίνεται ότι έχεις υποδουλωθή καθ' ολοκληρίαν. ΛΥΚΙΝ. Πωπώ, Κράτων, εξαγριωμένον και φοβερόν απέλυσες εναντίον μου τον σκύλλον σου.

Η ευλάβεια εξέλιπε προ πολλού εκ της οικουμένης, αλλ' αι εικόνες του Ραφαήλου και η φωνή των Λακορδαίρων ή των ευνούχων του Πάπα ελκύουσιν ακόμη προσκυνητάς υπό τους θόλους του Αγίου Πέτρου και του Πανθέου, ενώ ημείς άπαξ μόνον του έτους πορευόμεθα φράσσοντες τα ώτα εις την εκκλησίαν. Άμα ετελείωσεν ο όρθρος, έσπευσεν ο Φρουμέντιος να ξεναγήση την Ιωάνναν εις το νέον αυτής κλωβίον.

Μετ' ολίγα λεπτά έφθασε πετάμενη, ως κουρούνα, κ' εφώναξε κάτω από το μικρόν πρόστοον της οικίας της Λ... — Τα σχαρίκια, Λ... ήρθ' ο αρραβωνιαστικός σου — ο Γιαννάκης ο Δράκος έφθασε. Η Λ... δεν επίστευε τα ώτα της, επί ικανήν ώραν έμενεν ως απολιθωμένη. Την πρωίαν έφθασεν εις το Κάστρον ο μνηστήρ ο ξενιτευμένος. Ο Γιαννάκης δεν έφερε καμμίαν δυσκολίαν, ως έμαθε τα συμβάντα.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών απήγαγον την Αϊμάν, ο Πρωτόγυφτος, τρέμων εκ της απειλής ην είχεν ακούσει, εστράφη προς τον Βούγκον και είπε τας ανωτέρω παρατεθείσας λέξεις, ο δε Μάχτος ηδυνήθη να τας ακούση ως εν ονείρω κατ' αρχάς, και επί πολύ εβόμβουν εις τα ώτα του χωρίς να εννοή τίνα έννοιαν είχον.

Όταν όμως ενεφανίσθη ενώπιον του Απρίου άνευ του Αμάσιος, ο βασιλεύς, παραφερθείς υπό του θυμού, χωρίς να σκεφθή παντάπασι, διέταξε να κόψωσι την ρίνα και τα ώτα του.