United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

Μετά πολλούς χρόνους, όταν όλα τα πρόσωπα του δράματος τα μεν απήλθον, τα δε εγήρασανμετά είκοσι περίπου έτηεπανέκαμψεν από το Όρος ο Αλύπας ιερομόναχος και πνευματικός. Είχεν ασκητεύσει τόσα χρόνια εις τα Κατουνάκια, κατά τας δυτικομεσημβρινάς υπωρείας του Άθωνος. Είτα είχεν αποθάνει ο γέροντάς του, αυτός δε επώλησε την ασκητικήν καλύβην, κ' επέστρεψεν εις την γενέθλιον νήσον του.

Ο Παλαμάς έδειξε στο «Άστυ » πως ο Ρωμιός είτανε, και στης Επανάστασης τα χρόνια, όνομα άγιο και τιμημένο. Τόσο το καλήτερο λοιπόν αν έχουμε δυο δόξες αντίς μια. Ο σκοπός είναι, την καθεμιά να συλλογιστούμε, να ωφεληθούμε κι από τις δυο. Δεν είπε κανένας να ξεβαφτίσουμε την Ελλάδα, να την κάμουμε βασίλειο Ρωμαίικο.

Στο μεσαιώνα αρχινούσε η φιλολογία μας να λουλουδιάζη· αν της αρχαίας η μίμηση δεν την είχε πλακώσει κατόπι, — θέλω να πω στα δικά μας τα χρόνια — , από του Πρόδρομου και του Σπανέα τους στίχους θάβγαινε μια ποίηση νέα, σαν που βγήκαν από την άμορφη γλώσσα της μεσαιωνικής Γαλλίας τόσα έργα που απορεί σήμερα ο νους μας.

Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα. Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου. Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες.

Αν υπάρχη κλώνος στη φιλολογία που στ' αλήθεια ανθοβόλησε τα χρόνια εκείνα, είναι το μυθιστόρημα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε πως πρωτοφάνηκε κιόλας τότες, ή καλλίτερα από τον τρίτο αιώνα. Ανεκατεμένες εκεί μέσα η παλιά κ' η νέα ζωή, η βουκολική φαντασία με την τυχοδιωχτική τη φαντασία που πήρε δρόμο αυτούς τους καιρούς.

Τώρα γιατί τα σκυλλιά πώχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ, γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι' έρχουμαι στο Γκεσούλη μου. Η ιστορία, που θα σας διηγηθώ τώρα έγεινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημα μου είναι αληθινό, κι' ούτε πολλά χρόνια είναι πώγινε το πράμμα.

Ήτονε μικροκαμωμένος ο Νίκος, ενώ η Βεργινία ήτον αψηλή και ξερακιανή απ’ ανέκαθε, με κάτι κοκκάλες στο πρόσωπο, με μαλλιά κοκκινωπά κι αριά, κ’ έτσι έδειχνε τουλάχιστο δέκα χρόνια πιο μεγάλη του, που δεν είχαν ούτε τρία χρόνια διαφορά: αυτός εικοσιδυό, κ’ εκείνη ήτον και δεν ήτον εικοσιπέντε.

Αλλ' αφού επέρασαν δέκα χρόνια οι αυτές αδελφές μου ηθέλησαν πάλιν να υπανδρευθούν· εγώ προσεπάθησα να τας εμποδίσω, αυτές όμως μου επρόβαλον τα δικαιολογήματά τους, ότι η γυναικεία φύσις όταν συνηθίση με άνδρα, είνε δύσκολον να ζήση χωρίς αυτόν.

Η Μιλάχρω είχεν αφορμάς να μη συμπαθή πλέον τον «σερσέμην», ο οποίος τρία χρόνια την επαιζογελούσεν, αλλά ποιος γυρίζει πλεια να κυττάξη κορίτσι τρία χρόνια «αρραβωνιασμένο»; είπεν εις τον ανάδοχον του Χρυσού, τον κ. δήμαρχον. Έπειτα είχε καταλάβει η Μιλάχρω ότι ο Στεφανάκης το αγαπούσε το Χρυσώ και θα επερνούσαν πολύ καλά αυτόν τον ψεύτικον κόσμον.