United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΙΛΙΟΣ. Έχεις, Βενδίδιε, τα πλεονεκτήματα εκείνα, άνευ των οποίων ο στρατιώτης ολίγον διαφέρει του τυφλού ξίφους. Θα γράψης εις τον Αντώνιον; ΒΕΝΔΙΔΙΟΣ. Θα του μηνύσω ευσεβάστως, τι διά του ονόματός του, της μαγικής ταύτης λέξεως, κατωρθώσαμεν εις τον πόλεμον, και πώς διά των σημαιών του και των καλώς μισθοδοτουμένων λεγεώνων του, κατετροπώσαμεν το μέχρι τούδε αήττητον ιππικόν των Πάρθων.

Πρώτον, καθ' ότι ως εκ των πολλών συναφών ζητημάτων, εν οις καί τινων διεθνούς δικαίου, είνε καθ' εαυτό άξιον πολλής μελέτης• δεύτερον, διότι η συνομολόγησις των εν λόγω δανείων σημειοί σπουδαίον στάδιον της ημετέρας ιστορίας ούσα, συν τη αναγνωρίσει υπό του Κάνιγγος των Ελλήνων ως εμπολέμων, το προοίμιον της εθνικής ημών αποκαταστάσεως , και τρίτον, τέλος, διότι η μη αναγνώρισις των δανείων της ανεξαρτησίας επί πεντήκοντα όλα έτη μεγάλην ήσκησεν επίδρασιν επί της όλης δημοσιονομικής πολιτικής του ελευθερωθέντος βασιλείου.

Ολίγον απωτέρω, προς νότον των δύο βράχων, εις το μέσον του πόντου, πάντοτε σχεδόν εν γαλήνη και εν τρικυμία, ακούεται μία ορχήστρα, ήτις έχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθώς λέγουν. Είναι μία ύφαλος, ήτις καλείται κοινώς Καλαφάτης.

Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165

Σκυλιά τις σάπιες σου τις σάρκες 335 θα φάνε κι' όρνια, μα Αχαιοί τον Πάτροκλο θα θάψουνΤότες του λέει ο Έχτορας με την ψυχή στο στόμα «Ξορκίζω σε, έτσι να χαρείς το φως σου τους γονιούς σου. μη θες στον κάμπο το κορμί να μου ντροπιάσουν σκύλοι.

Όταν δε την εσπέραν της εορτής επήγαν εις τον Ναόν και έψαλαν παράκλησιν και ευχαριστίαν, ενώπιον της εικόνος του Αγίου και τα τρία πρόσωπα του ιστορήματος, ο γέρων ιερεύς εις το τέλος ως γραμματισμένος οπού ήτο και μουσικός, επήρε το βιβλίον της Ψαλτικής και έψαλε με ιδιαιτέραν χάριν το Δαβιτικόν άσμα, πολύ κατάλληλον εις την περίστασιν εκείνην: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις».

Αλλά καθώς οι μεθύοντες δεν αισθάνονται εν τη μέθη των την ποιότητα του οίνου, τον οποίον πίνουν, τοιουτοτρόπως και οι Αθηναίοι τότε, εν τη μέθη της διαφθοράς των, δεν ηδύναντο να εκτιμήσωσι την φρόνησιν των συμβουλών του Φωκίωνος.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Το μέγα κακούργημα είχεν επινοηθή και ενεργηθή τόσο καταχθονίως ώστε ο θάνατος του Βασιλέως δεν εγέννησεν εις τον κόσμον την παραμικράν υπόνοιαν, και αυτοί οι φίλοι του Αμλέτου δεν απέδωκαν εις την εμφάνισιν του Πνεύματος την αληθή σημασίαν της· μόνον η προφήτισσα ψυχή του Αμλέτου, ο οποίος βλέπει συχνά τον πατέρα του με τους εσωτερικούς οφθαλμούς, είχε συλλάβη την υποψίαν ότι ο πατέρας του αδικοθανάτησε και ότι ο θείος του ήταν ο δολοφόνος· διά τούτο, ενώ πρώτα είχεν αποφασίση να αναχωρήση διά να αποχωρισθή από μισητήν κοινωνίαν, μένει αυτού, όχι διά να ενδώση εις την επιθυμίαν της μητρός του, αλλά διότι αισθάνεται την ανάγκην να εμβαθύνη εις την ζοφεράν οικογενειακήν υπόθεσιν· όθεν λαμβάνει επιφυλακτικήν στάσιν, υποχρεόνει τον εαυτόν του να δαμάση την ορμήν της αγανακτήσεως και να κρύψη εις τα βάθη της καρδίας την υποψίαν του,

Ιδών δηλαδή μακρόθεν τον Θανάσην ορμώντα προς τα επάνω, και διασχίζοντα ως μαινόμενον την πυκνή λόχμην, έκρινεν ότι και αυτός θα έπραττε φρονίμως να τον ακολουθήση, αφίνων την πεπατημένην οδόν. Και ούτω και ο αρχιληστής περίφοβος, υποπτεύων ενέδραν, παρεξέκλινε, και διά των ορέων βαδίζων κατόπισθεν σχεδόν του Θανάση, κατήλθεν εις τον απόκεντρον όρμον.