United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο το ακατέργαστον και άπεπτον αίμα φέρουσιν είτα αι φλέβες εις την καρδίαν, ήτις το κατεργάζεται εις τέλειον αίμα. Ήτις φέρει εις τον ύπνον. Το ότι ο ύπνος είναι αναισθησία οιαδήποτε. Αλλά τούτο είναι αδύνατον• άρα ο ύπνος δεν είναι απλή αδυναμία του αισθάνεσθαι. Όπως η πλήμμυρα και άμπωτις στενού τινος.

Ο οξύχολος εφημεριδογράφος, χάσας τέλος πάντων την υπομονήν διά το πείσμα του Αββά, όστις εις τα ευλογώτερα επιχειρήματα επέμενεν αποκρινόμενος διά καλογηρικών ρήσεων και αποσπασμάτων του Βονάλδου και Δεμαίτρου, μετέβαλε τακτικήν.

Αν είνε αληθές, ότι ο τίτλος ούτος εδίδετο περιφρονητικώς, ως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ της παροιμιώδους φράσεως του Ναθαναήλ, καθ' ην ουδέν αγαθόν δύναται να προκύψη εκ Ναζαρέτ, ο Ματθαίος τότε φαίνεται ότι συνώψισε διά της εκφράσεως ταύτης τας διαφόρους προφητείας, τας οποίας τόσον ολίγον ηννόουν οι ομόφυλοί του και δι' ων υπεδηλούτο ο ελευσόμενος Μεσσίας, ως άνθρωπος θλίψεων, ως άνθρωπος όστις πολλά θα υπέφερεν.

Όταν δεν ηξεύρη κανείς τον εαυτόν του, θα ειπή ότι δεν έχει σώας τας φρένας του, μου απήντησεν. — Επομένως, είπα τότε εγώ, το να γνωρίζη καλά κανείς τον εαυτόν του είναι μία απόδειξις ότι ο άνθρωπος αυτός είναι νουνεχής; — Ω, ναι, αυτό να το βεβαιώσω δύναμαι με όλην μου την ψυχήν, μου απεκρίθη.

Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε: — Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό.

Επειδή δε προ πολλού έβλεπον ότι ο Κύρος δεν ησύχαζεν, αλλ' επετίθετο αδιακρίτως καθ' όλων των εθνών, είχον προμηθευθή τροφάς διά πολλά έτη και σχεδόν δεν τους έμελλεν εάν επολιορκούτο. Εν τούτοις ο Κύρος ευρίσκετο εις αμηχανίαν, διότι ο χρόνος παρήρχετο και αι υποθέσεις του δεν προώδευον.

Αύτη ήρχισεν εν Ιταλία διαρκούντος ακόμη του μεσαιώνος. Ο μέγας Δάντης, ο σοβαρώτερος των ποιητών, εθεμελίωσε στενάζων την ιταλικήν ποίησιν, ο δε Ιωάννης Βοκκάκιος, ο ευθυμότατος πάντων των ανθρώπων, εμόρφωσε γελών τον πεζόν λόγον.

Ούτως αν υποθέσωμεν ποιητήν τινα προσπαθούντα, να κατασκευάση τον έκτον τόνον του πρώτου είδους, επειδή ο τόνος ούτος προηγείται μεν από δύο, ακολουθείται δε από τρεις συλλαβάς ανεμφάτους, εμπορεί ο στιχουργός εις αποτέλεσμα του σκοπού του να μεταχειρισθή διαφόρους λέξεις, των οποίων όμως εκάστη αλλάττει την αρμονίαν και του στίχου και της περιόδου. π. χ.

Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού θεατριδίου, το οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά σινδών, και εις του οποίου την ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι ακατανόητα διά του στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον αδέξιαι, ώστε ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας προχωρήσωμεν.

Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα. Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του. — Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.