United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρήλθεν η ημέρα χωρίς να συλλογισθή να φάγη ή να πίη τι. Έκλινε την κεφαλήν επί της σκωληκοβρότου τραπέζης του, εστήριζεν αυτήν εις τον τοίχον εν μέσω των χειρών του, περιεφέρετο εδώ κ' εκεί ταχέως βηματίζων και κατέπινε τον καπνόν του σιγάρου του μετά πάθους.

Ο μπάρμπ’-Αναγνώστης ο Παρθένης ετανύσθη ακουμβών εις τον τοίχον της εκκλησίτσας, εις το προσήλιον, και αφήκε παρατεταμένον θορυβώδες χάσμημα, ηνωμένον μετά στεναγμού. Ο Κωνσταντής ο Περηφανάκιας ήρχισεν ευγλώττως ν' αποτρέπη τον Στάθην τον Μπόζαν. — Δε βολεί, να σ' πω, Στάθ', απ' λέει ου λόους, τάχα, να πούμε.

Αχ, πότε θα νυκτώση, μάννα; Επανελάμβανον την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου, αποκρεμών ενωρίς-ενωρίς από του τοίχου την λευκήν λαμπαδίτσα μου, την οποίαν μου είχεν αγοράσει ο καϋμένος ο πατέρας μου από την Μεγάλην Πέμπτηναπό δύο για κάθε παιδί, μίαν κιτρίνην διά τον Επιτάφιον και μίαν άσπρηνάσπρην διά την Ανάστασιν. — Την κιτρίνην την έκαυσα εις τον Επιτάφιον, η άσπρη εκρέματο εις τον τοίχον μαζί με τας άλλας, και την έβλεπα εις τον ύπνον μου τόσον ζωηρά, πότε πως μου την επήρεν η μεγάλη αδελφή μουζηλεύσασα τάχα, διότι τα κορίτσια τα μεγάλα δεν πηγαίνουν εις την Ανάστασιν την νύκτα, αν δεν αρραβωνισθώσιπότε πως άναψε μονάχη της, και εσηκονόμουν από το στρωματάκι μου να την σβύσω τάχα· και τότε την έβλεπα εκεί εις τον τοίχον άσπρην-άσπρην την λαμπαδίτσα μου, με ηρεμίαν και αταραξίαν αναμένουσαν να έλθη της Αναστάσεως η ώρα.

Συγχρόνως ηκούσθησαν ψιθυρισμοί έξωθεν, ως να συνεννοούντο μεταξύ των οι πολιορκηταί. Κάτωθεν του μικρού πατώματος προς τον τοίχον ήχησεν αλλόκοτος, ασυνήθης κρότος. Η Σοφία έβαλε τον δάκτυλον στο στόμα και ακουσίως εγέλασε. — Την φτερωτή... Την φτερωτή σπάζουν· για να μπουν απ' τη μυλότρυπα. — Εκεί είνε διαβολότρυπα, είπεν ο γέρων Σταμάτης.

Αρπάζει αμέσως το όπλον του από τον τοίχον και τρέχει δρομαίος, όσον το εσυγχώρουν οι γεροντικοί πόδες του. Ότε επί τέλους έφθασεν υπό το πεύκον και εστάθη άνω του συμπλέγματος εκείνου, ευρέθη εις αμηχανίαν.

Και όταν πλέον απαυδήσας εστήριζον τα νώτα μου εις τον τοίχον παρά την εστίαν, και ο ύπνος απατηλός ήρχιζε να βαρύνη τα βλέφαρά μου ημίκλειστα, τότε ήκουα τον γλυκύν του κώδωνος ήχονμέσ' 'ς τα μεσάνυκταεπετιόμουν επάνω πτερωτός, ελαφρός ως πτηνόν.

Εκτός δε τούτου χωρίς να υπάρχουν άδικα αποκτήματα κανείς δεν αδικεί, λόγου χάριν κανείς δεν μοιχεύει την γυναίκα του, ούτε διαρρηγνύει τον ιδικόν του τοίχον, ούτε κλέπτει ιδικά του πράγματα. Και γενικώς αναιρείται το να αδική κανείς τον εαυτόν του, και συμφώνως με τον ορισμόν περί της εκουσίας παθήσεως αδικήματος.

Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε πασχάσει όλως.

Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και άλλας εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνείθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής. Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή.

Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα πολλά. Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη.