Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Τοιαύτα, πάτερ, έπαθε και η σύζυγός σου και ίσως κάτι την είχε λυπήσει προηγουμένως• διότι ουδένα εκείνη εμίσει, αλλά το πάθος είνε επίμονον και δεν είναι δυνατόν εις ην κατάστασιν ευρίσκεται να θεραπευτή υπό ιατρού• εάν δε άλλος τις αναλάβη να την θεραπεύση, τότε σου δίδω το δικαιωμα να με μισής ως ένοχον.
Τοιουτοτρόπως ο Ίων, πραγματικός υιός της Κρεούσης, επανέρχεται εις Αθήνας και διαδέχεται τον Ξούθον εις την βασιλείαν. ΕΡΜΗΣ, διάκονος εις το Μαντείον των Δελφών. ΧΟΡΟΣ θεραπαινιδών Κρεούσης. ΚΡΕΟΥΣΑ, βασίλισσα των Αθηνών. ΞΟΥΘΟΣ, σύζυγος της Κρεούσης. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ, παιδαγωγός της Κρεούσης. ΘΕΡΑΠΩΝ Κρεούσης. ΠΥΘΙΑ, η προφήτις των Δελφών.
Ο Πλήθων δεν ετόλμα να είπη τούτο. Είχε συνειθίσει ήδη από της πρωίας εις την ιδέαν του γάμου τούτου. Παράδοξον φόβον ησθάνετο εκ της αβεβαιότητος. Αν δεν ενυμφεύετο τάχιστα, τι έμελλε να γείνη η Αϊμά, ή μάλλον τι έμελλεν αυτός να γείνη; Μέχρις ου ευρεθή άλλος σύζυγος, ήτο δυνατόν να παρέλθωσιν ημέραι, μήνες, έτη.
Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.
— Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Και βέβαια, το εφίλησα! — Και τι σου είπε, τι της είπες; — Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε! Και ταπεινώσας την φωνήν. — Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής, διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος θα είναι και καλός σύζυγος.
ΛΟΥΚΙΛΗ Τι είναι αυτά, πατέρα μου; Πώς είσαι έτσι; Κωμωδία παίζεις; Ιδού ο σύζυγος που σου δίνω. ΛΟΥΚΙΛΗ Εμένα, πατέρα μου; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι, εσένα. Έλα, δώσε του το χέρι και ευχαρίστησε το θεό για την ευτυχία σου. ΛΟΥΚΙΛΗ Μα εγώ δε θέλω να παντρευθώ. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θέλω εγώ, και είμαι ο πατέρας σου. ΛΟΥΚΙΛΗ Μου είναι αδύνατον. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι αυθάδεια είναι αυτή; έλα, σου λέω, δώσε το χέρι σου.
Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφός του, ο αδελφός εκείνης — οίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατα — τους επερίμεναν. — Έρχονται, έρχονται! — Είναι κι' ο παπάς μαζύ.
Εξηκολούθησα την ομιλίαν με την γυναίκα και έμαθα ότι ήτο θυγάτηρ του διδασκάλου και ότι ο σύζυγός της είχε ταξειδεύσει εις Ελβετίαν διά να ζητήση την κληρονομίαν ενός εξαδέλφου. — Ηθέλησαν να του την πάρουν δι' απάτης, είπε, δεν του απαντούσαν εις τας επιστολάς του και λοιπόν επήγεν ο ίδιος εκεί.
Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθη εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωτικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου. Η γραία Χαδούλα, ηρώτησε πάλιν: — Κ' είναι στο χωριό η μάνα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας; — Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά. — Πού; — Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά. — Και τι κάνει;
Ποιος πάλε, δόλιε μου, θεός μ' εσέν' είχε συμβούλιο Πάντα σ' αρέζει χωριστά να είσ' απότ' εμένα, Κρυφά να συλλογίζεσαι, και να αποφασίζης. Ποτέ σου δεν υπόφερες, να με ειπής κ' εμένα, Κανέναν λόγον πρόθυμα, οπού 'ς τον νουν σου έχεις. Ύστερα είπε των θεών κι' ανθρώπων ο πατέρας· Ήρα, όλους τους λόγους μου μη έλπιζε να μάθης· Αυτό σε είναι δύσκολον, κι' αν είσαι σύζυγός μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν