United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.

Κ' έφυγε μόλις εύρεν ευκαιρίαν χωρίς να τον εννοήση κανείς, σπεύδων ωσεί καταδιωκόμενος. Ο τόσος αλλαλαγμός κ' αι φωναί των βλάχων επί τη αναστάσει του Ιησού, τα φώτα και η χαρά εκείνη, η έξαλλος, έθλιβον την καρδίαν του σφιγκτά σφιγκτά, ως να την είχε συλλάβει χειρ Βριάρεως.

Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.

Προ είκοσι περίπου ετών, συχνά, αλλά κάπως μακρύτερα από τα άλλα παιδιά, εστέκετο εκεί και μικρός παις· μετείχε και αυτός του παιδικού εμπορίου· εις το πρόσωπόν του έδιδε πολύ σοβαρόν ύφος και εκράτει το κιβώτιόν του με τα λεπτουργημένα εμπορεύματά του τόσον σφιγκτά με τα δυο του χέρια, ώστε θα έλεγε κανείς, ότι ο μικρός εκουσίως του δεν θέλει να τα αποχωρισθή· και ακριβώς αυτή η σοβαρά στάσις συνδιαζομένη με την μικρότητά του προσέλκυε τα βλέμματα των ξένων.

Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνετη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: — Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Έλαβον τας κώπας οι λοιποί και απεμακρύνθησαν ολίγον από της παραλίας κατευθυνόμενοι προς βορράν, αθέατοι, υπό τους υψηλούς βράχους, κατά πρώτον γιαλό-γιαλό πλέοντες. Και τότε μόνον ο αρχιληστής, καθησυχάσας, ανεζήτησε τον σάκκον, εν ώ περιείχετο το χρυσίον. Το δισάκκιον εκράτει σφιγκτά ακόμη ο πιστός Θανάσης. Πλην εκπλήσσεται ο αρχιληστής μη ανευρίσκων εντός το χρυσοφόρον δοχείον.

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.

Εμπρόςτα κουπιά! διέταξεν ο αρχιληστής επιβάς τελευταίος εις την λέμβον, ήτις εκινήθη αποτόμως ένθεν και ένθεν εκ του βαρέος αυτού πατήματος. Ο Θανάσης ούτε ενόησε πώς ευρέθη εν τη λέμβω. Τόσον ήτο τεταραγμένος ακόμη. Εισήλθε και εκάθησε κρατών σφιγκτά μεταξύ των χειρών του εν τη αγκάλη του το εφθαρμένον δισάκκιον, βαρύ και δυσβάστακτον εκ των έμπροσθεν και κενόν εκ των όπισθεν.