United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω, τόσον ο Δαλήκ πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες, ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε: Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης καμπόσον.

Αν είν' αυτός, μασκαρά θα τον κάμω, έλεγεν ωργισμένος ο καπετάν- Πέτρος. Ούτως επείσθη η Θωμαή να παρατείνη ακόμη την εν Αθήναις διατριβήν, προς χαράν της θείας της Αννούσας, η οποία την είχε χρυσήν συντροφίαν εν τη σκληρά πάντοτε μοναξιά της.

Φύγ' απ' εδώ Υπομονή, και γείνου οδηγός μου εσύ Μανία φοβερά, πώχεις φωτιάντα μάτια! Τυβάλτη, 'πίσω πάρε τον τον λόγον που μου είπες και ο αχρείος είσαι συ! Επάνω μας πλανάται του Μερκουτίου η ψυχή, και συντροφιάν προσμένει την ιδικήν σου την ψυχήν εκεί να του την στείλω. Κατόπιν του ο ένας μας θα 'πάγη, ή κ' οι δυο μας!

Έμεινε πολλά ευχαριστημένος από την συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με κρατήση μαζί του· και εις τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν έκανε χωρίς να με συμβουλευθή πρώτον.

Ήξευρε καλώς ότι της ευρίσκετο ρακί. Είχε διά πούλημα στο σπίτι, επειδή έκαμνε πολύ ρακί απ' τ' αμπέλι της. Έζη μοναχή, με την παραλυτικήν μητέρα της, ήτις δεν της εχρησίμευεν ειμή διά συντροφίαν, και διά να έχη άνθρωπον, τον οποίον να υπηρετή, διότι άλλως η ζωή της θα ήτο κακή και έρημος.

Είχε καλήν συντροφίαν. Έπειτα συνήντησεν αρκετούς γεωργούς ερχομένους διά την μεγάλην εορτήν εις την κώμην. — Πού πας τέτοια ώρα, θεια Μυγδαλίτσα; της είπον. — Κάτι άργησες, θεια Μυγδαλίτσα! προσέθηκαν άλλοι. — Θα σε πιάσουν τα Σκαλικαντζούρια! της είπεν άλλος ποιμήν. Η τελευταία αύτη παρατήρησις την εφόβισεν ολίγον. Ήδη απέκλινε πλέον προς το όπισθεν του βουνού. Έχασε και πόλιν και λιμένα.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι γίνεσαι, αυθέντα μου; Κατάμονος τι μένεις, με συντροφιάν τα θλιβερά φαντάσματά σου μόνον; Τι τρέφεσαι με στοχασμούς, που έπρεπε να ήσαν μ' αυτούς που συλλογίζεσαι μαζί κι' αυτοί θαμμένοι; Όσα δεν έχουν ιατρικόν, να λησμονούνται πρέπει! Το ό,τι έγειν', έγεινε! ΜΑΚΒΕΘ Εκόψαμεν το φίδι αλλά δεν το 'σκοτώσαμεν.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τόσον πολύ ανάποδα τα πράγματα μας ήλθαν, ώστε δεν ηύραμεν καιρόν την κόρην μας ακόμη να την προδιαθέσωμεν. Πολύ τον αγαπούσε τον μαύρον της εξάδελφον. Κ' εγώ τον αγαπούσα. Πλην τι να γείνη; Όλους μας το χώμα θα μας φάγη! Θα ήναι ‘ς το κρεββάτι της εκείνη· είν' εξώρας· και την αλήθειαν να σου 'πώ, εάν κ' εγώ δεν είχα την συντροφιάν σου, προ πολλού θα ήμουν πλαγιασμένος.

Η νέα ήτο ορφανή εκ μητρός. Η μόνη προς μητρός θεία της, ήτις της εκράτει άλλοτε συντροφίαν, διότι αι οικίαι των εχωρίζοντο δι' ενός τοίχου, &εμάλλωσε& και αυτή μαζί της διά δυο στρέμματα αγρού και δεν ωμιλούντο πλέον.

Αίφνης αι όπισθεν ήρχισαν να κάμουν τόπον, υποχωρούσαι. Εις την πυκνήν συντροφίαν εισήλθεν ονάριον ζωηρόν, φέρον επί καινουργούς σάγματος άνθρωπον έως τεσσαρακοντούτη, με πρόσωπον ιλαρόν αμνάδος και με οξείς οφθαλμούς πτηνού, λάμποντας εις το σεληναίον φως υπό τας μαύρας δασείας οφρύς.