Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Έβαλε τα δάχτυλα στο λαιμό του κ' έσφιγγε δυνατά σα νάσφιγγε το καρύδι του Θεομίσητου. Μα ο Δημητράκης έτρεξε και του ξεκόλλησε με δυσκολία τα χέρια. — Βρε, αδερφέ, τι σου φταίει ο κόσμος και τον φορτώνεσαι; του είπε αυστηρά. Έπειτα σκύβοντας κάτω· — Έχεις δίκιο κ. Κουρδουκέφαλε· έχεις δίκιο· είπε μαλακά. Μάς δάνεισες, να πάρης πίσω τα λεφτά σου.
Προσπαθούσε να καταλάβει την αρχή και την αιτία κάθε ομιλίας, και δειχνότανε τόσο ευχαριστημένος σαν — σύμφωνα με την ιδέα του — το κατάφερνε. — Έγινα λοιπόν φιλόσοφος; Ρωτήθηκεν ο Ρένας κατεβαίνοντας στο υπόφραγμα. Φιλόσοφος ή ποιητής; Κάποιος ναύτης σκύβοντας από το βάρος ενός σχοινιού τον έσπρωξε λίγο με το φορτίο του, κι' ύστερα τον ρώτησε: — Μα δεν κάνεις καμιά δουλειά συ όλη την ημέρα;
Και καθώς γοργόσκιζαν το νου του οι αστραπεροί αυτοί λογισμοί, ακούγονται περπατηξιές αποκάτου, και νά ο Πανάγος. Δε γύρισε ο Μιχάλης να ξαναδή το Δημήτρη, πίσωθέ του, κρυμμένο τώρα μπροστά σε λιθάρι. Την έννοιωθε όμως τη τρομερή του ματιά, τις άκουγε τις κρυφομίλητές του φοβέρες. Και σκύβοντας από πίσω απ' άλλο λιθάρι, παίρνει σημάδι κι αφίνει την τουφεκιά.
— Ψεύτικος κόσμος, π' ανάθεμά τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός. — Ό,τι φάη κι' ό,τι πιή κανένας... αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλλη κοιλιά του. — Κι' ό,τι αγαπήση! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος, τραγουδιστής με τόνομα και μερακλής ακουσμένος.
Πες μου, ψυχούλα μου Έφις, πού είναι.» «Πώς μπορώ να σας το πω, αφού ούτε εγώ το ξέρω;» «Πες το μου, πες το μου», επέμενε, σκύβοντας επάνω από το Έφις, ενώ έπιανε τα κολιέ της λες και ήθελε να τα βγάλει και να του τα προσφέρει. «Τον διώξατε; Τον έδιωξε η ντόνα Νοέμι;….. Πες το μου, εσύ το ξέρεις. Η Γκριζέντα μου θα πεθάνει….»
Μια μέρα όμως, ή μήπως ήταν νύχτα – δεν είχε πια την αίσθηση του χρόνου – του φάνηκε πως είχε φτάσει στο τοιχάκι του φράχτη στο μικρό κτήμα, ψηλά στο φρύδι με τα καλάμια και πως είχε ξαπλώσει βαρύς επάνω στις πέτρες. Τα καλάμια θρόιζαν σκύβοντας μέχρις αυτόν για να τον αγγίξουν, για να τον γλείψουν με τα φύλλα τους που είχαν κάτι το ζωντανό, σα δάχτυλα, σα γλώσσες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν