United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν έχω ανάγκη να σας πω που η αττική, σαν που την ξέρουμε σήμερα και σαν που την έγραψαν, είταν κοινή γλώσσα. Για τούτο η αττική έχει τόσες ανωμαλίες· οι κοινές γλώσσες είναι πάντα ανώμαλες, γιατί παίρνουν από το ένα χωριό κι από τάλλο, κ' έτσι μορφώνουνται. Σε κάθε χωριό μιλούν παστρικά τη γλώσσα που μιλούν, κ' ένας φωνολογικός ή μορφολογικός νόμος δεν έχει ποτές εξαίρεση καμιά.

Μη νομίζετε, ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ' ο πόνος της Ξενιτειάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι λέει και το τραγούδι: «Κι' ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει... »

Δόσ' ένα τέλος εις αυτό το ζήτημα! — Αφίνεις απροστάτευτον την θρησκείαν. — Άνομε, ως όλοι οι Ηρώδαι! — «Ολιγώτερον υμών», απεκρίθη ο Αντίπας. «Ο πατήρ μου έκτισε τον ναόν σαςΤότε οι Φαρισαίοι, οι υιοί των προγεγραμμένων και οι οπαδοί του Ματαθία, κατηγόρουν τον Τετράρχην διά τα εγκλήματα της οικογενείας του.

Λοιπόν, τη είπεν αίφνης ο φιλόσοφος, σύμφωνοι; Θα μείνης εδώ, αύριον θα έλθη ο Μάχτος, και θα σας νυμφεύσω. Δεν έχει ούτω; Η κόρη εδίσταζε. — Δεν απαντάς; επανέλαβεν ο ΠλήθωνΝαι, είπεν η Αϊμά πεπνιγμένη τη φωνή. Και ο Πλήθων εξήλθεν. Ουδέν καινόν. Εκείνο όπερ ηνάγκασε την Αϊμάν να προφέρη το πεπνιγμένον τούτο ναι, ήτο η ελπίς και η προσδοκία της αποκαλύψεως ην τη υπεσχέθη ο Πλήθων.

Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. — Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα... Φέρε μας το γράμμα. Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος. — Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή. — Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.

Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.

Μια φωνή τους ρώτησε αν είχαν πιάσει τίποτα. «Όχι» ήταν η αποθαρρημένη απάντηση. «Ρίξτε τα δίχτυα σας στην δεξιά μεριά του σκάφους και θα βρείτε». Έριξαν το δίχτυ και αμέσως γέμισε τόσο με πληθώρα ψαριών, ώστε με δυσκολία το τράβηξαν.

Ζήτημα δεν είναι, πως το βρίσκει ο καθένας πολύ πιο έφκολο να πετάη στο χαρτί ό τι του κατέβη, μα δημοτική, μα καθαρέβουσα, δίχως να ψάχνη, δίχως να ιδρώνη. Γιατί πάλε κι ο τόσος κόπος; Ελάτε να το ρίξουμε όξω. Δε βλέπετε, καλέ, πως τάχουμε όλα έτοιμα; Τι αγαπάτε, να σας το σερβίρω: Ξενισμούς; Ορίστε! Άλλο τίποτα! Μα κάλλια θέλετε ίσως κ' έναν αττικισμό; Αμέσως!

Η μόνη ωραία αμοιβή των υπέρ πατρίδος θυσιών και αγώνων σας ας ήναι η γλυκυτάτη συναίσθησις της εκπληρώσεως των προς αυτήν υικών καθηκόντων σας.

Ιδίαις χερσί και ο Φωκίων ήντλει το ύδωρ, ενώ η ενάρετος σύζυγός του εζύμονε τον άρτον του οίκου της. Εάν αγαπάτε λοιπόν την πατρίδα, αγαπήσατε εκ νεότητός σας και την εργασίαν. Αποστράφητε δε την αργίαν, δια να μη αποστραφή υμάς η πατρίς.