Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Ο Κουλούφ έμεινεν εκστατικός από την λάμψιν που ο Ουσβέκ Χαν ήτο περικυκλωμένος· και αντί να σηκώση τους οφθαλμούς του εις τον βασιλέα τους εχαμήλωσε, και έπεσεν εις τα πόδια του θρόνου του. Ο Βασιλεύς προστάζοντάς τον διά να σηκωθή του λέγει· υιέ του Μασούδ, έμαθα ότι σου ηκολούθησαν συμβεβηκότα πολλά περίεργα, τα οποία επιθυμώ να τα διηγηθής κατά πλάτος, με πάσαν καθαρότητα.
Ο αρχιμάγειρος από τον φόβον του έμεινεν εκστατικός και άφωνος· και όταν συνήλθεν εις τον εαυτόν του επλησίασε διά να σηκώση τα ψάρια που είχαν πέσει εις την στάκτην, και τα ευρίσκει μαύρα ωσάν κάρβουνα, οπού δεν εχρησίμευον πλέον δια την τράπεζαν του βασιλέως.
Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.
Πόσον βαρύς είναι ο σύζυγος μου! Η λύπη μας αφαιρεί την δύναμιν και τούτο αυξάνει το βάρος. Αν είχα την δύναμιν της μεγάλης Ήρας, αι πτέρυγες του Ερμού ήθελον σε σηκώση και τοποθετήση πλησίον του Διός. Αλλά, ακόμη ολίγη δύναμις. — Παραλογίζεται πάντοτε ο έχων επιθυμίας. — Ω! ελθέ, ελθέ, ελθέ.
Έπειτα εις μερικάς ημέρας οι ναύται εξεφόρτωσαν τα μετάξια όλα και εφορτώσαμεν το καράβι από τους πολυτίμους θησαυρούς εκείνου του βασιλείου, ήγουν πολύν χρυσόν, πολυτίμους λίθους από πολυποίκιλα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά, όσα δηλαδή ηδύνατο να σηκώση το καράβι, τα δε επίλοιπα τα αφήσαμε διότι εάν ηθέλαμε να σηκώσωμε όλα τα πλούτη εκείνα, δεν έφθανον ούτε εκατόν καράβια.
Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.
Όστις δε προσκληθή εις μαρτυρίαν και δεν παρουσιάζεται εμπρός εις τον προσκαλέσαντα αυτόν, ας υποστή δίκην διά την βλάβην εκείνου συμφώνως με τον νόμον. Εάν δε κανείς σηκώση ως μάρτυρα κανένα δικαστήν, αυτός, αφού μαρτυρήση, ας μη δώση πλέον ψήφον εις αυτήν την δίκην.
— Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου. Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης.
Μη φοβάσαι το λοιπόν πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους στάκτην.
Τώρα υπερηφανεύεται και νομίζει ότι είνε κάτι σπουδαίον, διότι κατορθώνει να σηκώνη ένα ταύρον και οι θεαταί τον θαυμάζουν διά τούτο. Τι να υποθέσωμεν; Φαντάζεται άρά γε ότι θ' αποθάνη μίαν ημέραν; ΕΡΜ. Πού να λογαριάζη θάνατον αυτός με την ζωήν και την δύναμιν που έχει! ΧΑΡ. Άφησ' τον και έχομε να γελάσωμεν όταν θα ταξειδεύη μαζή μας και όχι πλέον ταύρον, αλλ' ουδέ κουνούπι θα δύναται να σηκώση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν