Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Ούτω και η ημετέρα ηρωίς, αφού παρεχώρει εις τον εταίρον της σύντομον παρηγορίαν ή ταχύν ασπασμόν, ως ρίπτει τις δεκάλεπτον εις την χείρα πτωχού, έστρεφεν έπειτα εις αυτόν την ράχιν, την μεν νύκτα ίνα κοιμηθή, την δε ημέραν, ίνα συναναστραφή μετά των βιβλίων ή των αυλικών της, ων αι επισκέψεις διεδέχοντο αλλήλας από πρωίας μέχρι νυκτός.
Αλλά ούτοι τον είχον συνειθίσει πλέον. Από της ημέρας ιδίως του γάμου των, τον έβλεπον συχνά κατά τας εορτάς να έρχηται από πρωίας εις την καλύβαν και να φεύγη τη άλλην πρωίαν.
Πρώτην φοράν οι άνθρωποι εμάνθανον ότι είχον οικογενείας ο υποτελώνης και ο λιμενάρχης, οίτινες από πρωίας μέχρις εσπέρας εχαρτόπαιζαν εν τω καφενείω ελλείψει εργασίας. — Ίσως όμως και να ήλθαν απόψε με το βαπόρι, έλεγον.
Εν τοσούτω, η αδελφή του διηγείτο, ότι ο κακοποιός είχε μεταμεληθή μέχρι της πρωίας και τον έτυπτε μεν η συνείδησις, αλλά και εφοβείτο μη φωραθή, όθεν επερίμενε την άλλην νύκτα. Εμελέτα να υπάγη πάλιν βαθειά τα μεσάνυκτα, διά να ματαιώση το καταχθόνιον έργον. Είξευρε να φράξη καλώς τας οπάς όπως είξευρε να τας ανοίξη· τούτο θα κατώρθωνε διά συμπαγούς τινος μάζης εκ πίσσης και ξύλου.
Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.
Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν· — Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.
― Τι θα λέγη η Παρασκευή, επανελάμβανε. Θα μας έχη διά χαμένους. ― Μη σε μέλη, Παντελή. Σου υπόσχομαι να ήσαι οπίσω αύριον το πρωί. Θα της χαρίσω όλον το απώλητον χαβιάρι μου, προίκα διά τον κληρονόμον όπου σου ετοιμάζει. Πόσον βραδέως παρήλθον της πρωίας εκείνης αι ώραι.
Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός, και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.
Εννοεί τον Πολέμωνα εκείνον όστις εν καιρώ ημέρας διέτρεχε μεθυσμένος την αγοράν, συνοδευόμενος υπό τραγουδιστριών και άδων από πρωίας έως εσπέρας, αιωνίως μεθύων και κραιπαλών και στεφανωμένος με άνθη. Και ότι αυτά είνε αληθή μαρτυρούν όλοι οι Αθηναίοι, οίτινες ουδέποτε είδον τον Πολέμωνα αμέθυστον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν