Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.

Και επειδή εγνώριζον την φύσιν της δυστυχούς μητρός μου, ούτε εγώ την διέκοψα, ούτε τον αδελφόν μου αφήκα. Η θλίψις υπερεπλημμύρει την φιλόστοργον αυτής καρδίαν, και αν δεν την άφηνεν να εκχειλίση άπαξ και δις και τρις της ημέρας, δεν ηδύνατο να εύρη ανακούφισιν. Το φοβερόν τραύμα είχε πλήξει τον πολυπαθή μας οίκον προ τριών και επέκεινα ετών.

Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.

Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν