Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Ένας από τους δύο σας είναι ανάγκη να αφήση την ζωήν. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αλλοίμονον, ποίαν πικράν εκλογήν ζωής μου προτείνεις! Και αν εκλέξω θα είμαι αθλία και αν δεν εκλέξω γίνομαι δυστυχής. Ω συ, που χάριν μικράς αιτίας, μεγάλα κάμνεις, άκουσε με.

Αν δε εγώ δυστυχώ τώρα, μην υπερηφανεύεσαι και σε θα εύρη με την σειράν σου η δυστυχία. ΧΟΡΟΣ Ποτέ δεν θα επαινέσω εκείνον τον άνθρωπον, ο οποίος έχει δύο γυναίκας και παιδιά από δύο μητέρας, διότι αυτό φέρει διενέξεις εις την οικογένειαν και πικράν λύπην. Είθε ο ιδικός μου σύζυγος ν' αρκήται εις εμέ μίαν γυναίκα και να μη φέρη αντίζηλον εις το νυμφικόν μας κρεββάτι.

Διότι ο υβρίζων υποχωρεί εις πράγμα ανάξιον, δηλαδή τον θυμόν του, και χορταίνει το πάθος του με κακήν τροφήν, και όσον άλλοτε τον εξημέρωσε η εκπαίδευσις, τόσον πάλιν εξαγριώνει το μέρος τούτο της ψυχής του, και ωσάν θηρίον φέρει εις δυσκολον θέσιν την ζωήν του και λαμβάνει πικράν αμοιβήν διά την έξαψίν του.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Το βάρος της καρδιάς σου, ΡΩΜΑΙΟΣ Και όμως η αγάπη σουαυτό παραστρατίζει. Η λύπη πώχω, αρκετά το στήθος μου βαραίνει, και τώρα με την λύπην σου το βάρος του πληθαίνει. Το αίσθημα που μ' έδειξες, την πίκραν πλημμυρίζει που μου γεμίζει την καρδιάν την πολυπικραμένην.

Πώς ήλλαξε το πράγμα; Την Ροζαλίναν, που ως χθες την αγαπούσες τόσον, την ελησμόνησες ευθύς; Των νέων η αγάπη λοιπό δεν είναιτην καρδιάν; 'ς τα μάτια μόνον είναι; Χριστέ και Παναγία μου! Διά την Ροζαλίνα τα μάγουλά σου τα χλωμά αυλακωμένα ήσαν! Τόσα πικρά σου δάκρυα επήγαντα χαμένα, αφού ως και την πίκραν των την έχεις ξεχασμένην.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Των πολλών τα συμπόσια Ο στίχος επιτρέχει· Βραχυχρόνιος ηχώ Την σιγήν δεν ετάραξε Της δουλωσύνης. Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε Την Παργινήν ελαίαν, Σεις από τον αθάνατον Λόγον μόνον ετράφητε, Εσείς ω ανδρείοι. Τα συνήθη χωράφια Αφίνοντες εφύγατε Τον ζυγόν, προτιμώντες Την πικράν ξενιτίαν Και την πενίαν. Πλην, της επιστροφής Εχάραξεν η ημέρα. Πάντοτε οι επουράνιοι Μεγαλόθυμον γένος Υπερασπίζουν.

Μου έφθανε τον θάνατον να κλαύσω του Τυβάλτη, ή εάν πρέπη συντροφιάν η συμφορά να έχη, κ' η πίκρα συνοδείαν της να έχη κι’ άλλην πίκραν, πώς, όταν έλεγεν αυτή, νεκρός είν' ο Τυβάλτης, δεν είπε: κι’ ο πατέρας σου κατόπιν, ή δεν είπε: κ' η μάνα σου, ή και οι δυο. Αυτό καϋμός θα ήτο, αλλά καϋμός υποφερτός. Αλλά εις του Τυβάλτη τον θάνατον, να έρχεται κατόπιν, κι’ ο Ρωμαίος εξωρισμένος!

Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετάτο πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύειτον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραντην αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.

Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι ελεύθερος από πίκραν.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν