United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Τι τάχα συ περίμενες που 'ριξες το παιδί σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Επίστευα πως ο θεός θα σώση τη γενειά του. Αχ! του σπιτιού σου τη χαρά ποιά συφορά τη δέρνει! ΚΡΕΟΥΣΑ Τι κρύβεις το κεφάλι σου και κλαις, ω γέροντά μου; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού βλέπω τον πατέρα σου και σε δυστυχισμένους. ΚΡΕΟΥΣΑ Έτσ' είν' ο κόσμος• τίποτε στη θέσι του δεν μένει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Έ, τώρα η λύπες, κόρη μου, ας μη μας παρασέρνουν.

ΧΟΡΟΣ Μέσα στην ευτυχία σου η συμφορά σ' ευρήκε ενώ δεν την περίμενες. Συ όμως ζης ακόμα και αναπνέεις. Επέθανε εκείνη και σ' αφήνει με όλες της αγάπες της. Τι τάχα νέο βρίσκεις σ' αυτό; Δεν είσαι μόνος σου. Κι' άλλοι πολλοί ως τώρα έχασαν της γυναίκες των. ΑΔΜΗΤΟΣ Η τύχη της νομίζω απ' τη δική μου πιο καλή πως είναι, αν και τω όντι έτσι δεν φαίνεται.

Αυτά τα ψεγάδια που είδες, τα πιώτερα είναι &απόδειξη& πως το έθνος ζη. Αγριομαθημένο από τα έρμα του τα βουνά, το κατεβάσανε σε Βασιλικό περιβόλι, και μήτε με κάγκελα δεν το τριγυρίζανε. Τι άλλο περίμενες παρά γης Μαδιάμ μέσα σε κείνο το περιβόλι! Όταν το έθνος δεν έχει όλη τη γη του κι όλη τη θάλασσα, χίλια συντάγματα και χίλιες γραμματικές να το βγάλουνε δε σώνουν από την ηρωική του την εποχή.

Αν περίμενες απ' εκεί να σκουφωθής, περιπάτει ασκεπής από τώρα. ― Ας δοκιμάσωμεν, απεκρινόμην• τι χάνομεν γράφοντες; Έγραψα λοιπόν προς τον εν Σμύρνη φίλον και υπέγραψεν ο πατήρ μου την επιστολήν, διά της οποίας τον παρεκάλουν ν' αποστείλη τους σκούφους προς τον εν Μυκόνω Άγγλον υποπρόξενον.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

Αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να φανερωθή εδώ. Άκουσες; Για κανένα λόγο. Καθώς προχωρεί προς το Φλέρη ανασηκόνει νευρικά το βέλο της. Η ωμορφιά της φανερώνεται λίγο μαραμένη μα γοητευτική. Ο Τάσσος στέκεται όρθιος, σαν απολιθωμένος και σα να θέλη να κρύψη κάποια δυσαρέσκεια. Εκείνη, βλέποντας τη ψυχρότητά του σταματάει σε κάποια απόσταση. Δεν περίμενες να με δης εδώ, Τάσσο. Το ξέρω.