Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Όταν όμως παρήλθε και δεύτερον και τρίτον και τέταρτον έτος, όταν παρήλθεν η πρώτη χαρά, ως παρέρχεται πάσα χαρά, όταν ούτε γράμμα ούτε χρήματα ελάμβανεν, όταν το αλεύρι έφθασεν 80 λεπτά και η εληαίς της, ξύλα κούτσουρα, δεν εκαρποφόρουν, τότε το εύμορφο Ξενιώ ηναγκάσθη να ξενοδουλεύη διά να ζήση. Πολλάκις μαζί με την δυστυχίαν έρχεται η γνώσις. — Δεν μ' έπνιγες καλλίτερα, μάννα μου!

Ούτω παρήλθεν ο Νέρων, καθώς παρέρχεται η πλήμμυρα, η τρικυμία, το πυρ, ο πόλεμος ή ο λοιμός . . . Και ούτω, μετά την εξαφάνισιν του φρενοβλαβούς αυτού κακούργου, έκτοτε επί των υψωμάτων του Βατικανού βασιλεύει της πόλεως και του δυτικού κόσμου ο ναός του Πέτρου. Όχι μακράν της αρχαίας Καπικινής Πύλης, υψούται σήμερον μικροσκοπικός ναΐσκος μετά της ημισβέστου ταύτης επιγραφής: QUO VADIS DOMINE!

Ο καιρός δε όσος παρήλθεν, αφ' ότου οι άνδρες εκείνοι έμεναν αποκλεισμένοι εις την νήσον, από της ναυμαχίας μέχρι της εν τη νήσω μάχης, ήτον εβδομήκοντα δύο ημέραι.

Αφού δε είδε το όνειρον τούτο, εσκέφθη, ως λέγεται, ότι οι θεοί έπλασαν την διαταγήν ταύτην διά να ασεβήση εις τα ιερά και να ελκύση εφ' εαυτού δυστυχίαν τινά εκ μέρους των θεών ή των ανθρώπων. Απεφάσισε λοιπόν να μη πράξη τούτο, αλλ' εξ εναντίας να αναχωρήση, αφού μάλιστα παρήλθεν ο χρόνος τον οποίον προείπον τα μαντεία ότι θα εβασίλευεν επί της Αιγύπτου.

Άμα παρήλθεν η πρώτη εντύπωσις και ηδυνήθη να σκεφθή ψυχρότερα, μόνος εις το σπίτι του, το οποίον ήτο ήδη έτοιμον καθ' όλα και μόνον την νοικοκυράν επερίμενεν, ησθάνθη την ανακούφισιν του δούλου όστις αποκτά την ελευθερίαν του. Δεν είχε πλέον κανένα επάνω εις το κεφάλι του και ηδύνατο να ζήση όπως ήθελε και να πανδρευθή όταν και όπως ήθελεν.

Ως τοιαύτην την εξελάμβανε κ' εστήριζε τότε επ' αυτής αγαθάς ελπίδας, ότι ενόσω είχεν αυτήν ο σύζυγός της, ουδέν κακόν θα επάθαινεν. — Αλλ' αν ευρέθη εις την ανάγκην και την επώλησεν! Της ήρχετο και αυτή η θλιβερά σκέψις. Παρήλθεν ούτω και άλλο ακόμη έτος και ουδεμίαν είδησιν ελάμβανεν η Θωμαή. Κατ' αρχάς, τας πρώτας ημέρας, διεδόθη ότι τον εφυλάκισαν εις Βόλον.

Εγονάτισα πλησίον του, έσκυψα και επρόφερα σιγά το όνομά τουΓιάννη, Γιάννη, είμ' εγώ, ο Λουκής. Μη τρομάξης. Ο Λουκής. Εξύπνησεν ο γέρων, εκράτει την αναπνοήν του, αλλ ούτε ωμίλησεν ούτε εκινήθη. Ενόμιζεν ίσως ότι ονειρεύεται. Έθεσα την χείρα επί του βραχίονός του και είπα εκ νέου το όνομά μου. Ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, αλλά παρήλθεν ώρα ικανή μέχρις ου συνέλθη εντελώς.

Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε.

Και οι Μήλιοι, προσβαλόντες διά νυκτός το προς την αγοράν προτείχισμα των Αθηναίων, εκυρίευσαν αυτό και εφόνευσαν άνδρας τινάς· εισαγαγόντες δε τρόφιμα και όσα περισσότερα ηδυνήθησαν χρήσιμα επέστρεφαν και έμεναν ήσυχοι. Κατόπιν όμως οι Αθηναίοι προσείχον περισσότερον. Και το θέρος παρήλθεν.

Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας; Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του. — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·Πού ξεύρεις πού θα παραλύη.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν