Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ευρίσκομαι λοιπόν εις την ανάγκην να φεύγω όπως θα έφευγα από τας Σειρήνας, κρατών κλεισμένα τ' αυτιά μου, διά να μη μείνω εκεί καθισμένος πλησίον του μέχρις εσχάτου γήρατος. Αυτός δε είνε και ο μόνος άνθρωπος ενώπιον του οποίου παθαίνω εκείνο που δεν θα επίστευε κανείς ότι υπάρχει μέσα μου, το να εντραπώ οποιονδήποτε· και όμως αυτόν εγώ τον εντρέπομαι, και μόνον αυτόν.

Και εγώ εξ εναντίας κακοτυχίζω την μοίραν μου, οπού ποτέ ανάπαυσιν δεν έχω, αλλά κοπιάζω από την αυγήν έως το βράδυ διά να σύρω το αλέτρι, να οργώνω την γην, και να τραβώ τόσον βάρος με το αμάξι, εις τόσον οπού πολλές φορές κουράζομαι και δεν ημπορώ ούτε να φάγω, και όλην την νύκτα στέκω πλαγιασμένος εις τα κάτουρα και κοπριές μου και πάλιν την ερχομένην ημέραν παθαίνω τα ίδια· όθεν καλότυχος εσύ όπου ζης εις τέτοιαν ανάπαυσιν.

Μα και πάλι εγώ αισθάνομαι σαν το δισταχτικό το Ραμά, που δεν ξέρει καλά καλά αν «εξέλιξη» και «πρόοδο» είναι το ίδιο πράμα. Μα εγώ παθαίνω και χειρότερα. Από μεγάλη μου στενομυαλιά, ούτε τι θα πει το καθένα χωριστά μπορώ να νοιώσω.

Ένας άνθρωπος ανυπόφορος με διέκοψε. Τα δάκρυά μου ξηράθηκαν. Είμαι αφηρημένος. Υγίαινε αγαπητέ! 4 Αυγούστου. Δεν τα παθαίνω μόνον εγώ. Όλοι οι άνθρωποι εις τις ελπίδες των απατώνται, εις τις προσδοκίες των αποτυχαίνουν. Επισκέφθηκα την καλή μου γυναίκα κάτω απ' τη φιλύρα. Το μεγαλύτερο παιδί της έτρεξε προς εμέ, κ' έτσι έφερε κοντά την μητέρα, η οποία εφαίνετο πολύ καταβεβλημένη.

Εγώ ήρθα τρεχάτος από τας Θερμοπύλας σε πέντε μέρες από την επιθυμίαν να ιδώ αυτήν την γυναίκα και ορίστε την βρίσκω με άλλον. Αλλά καλά την παθαίνω και σ' ευχαριστώ, διότι έτσι δεν θα με τσακώσης πειά στα βρόχια σου. ΦΙΛ. Και ποίος είσαι του λόγου σου;

Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της: — Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα! Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον: — Άιντε, Χρυσώ!

Τι είνε; τι παθαίνω; Ορθαί εις την κεφαλήν μου Στέκονται η τρίχες! . . . λείπει Η αναπνοή μου! Ιδού, η πλάκα σείεται . . . Ιδού από τα χαράγματα Του μνήματος εκβαίνει Λεπτή αναθυμίασις Κ' εμπρός μου μένει. Επυκνώθη λαμβάνει Μορφήν ανθρωπικήν. Τι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα, Φάντασμα του νοός μου Τεταραγμένου;

Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε. — Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου; — Θα ζήσω κ' έγνοια σας.

Ως κι' ο αγέρας, που ανασταίνω, Και κακό απ' αυτόν παθαίνω, 440 Στα πλεμόνια μου ανημπόρια Προξενάει με στενοχώρια. Μ' ένα λόγο· εγώ σ' ολίγο, Μάνα μου, αποδώ αν δε φύγω Σ' άλλο μέρος να περάσω, 445 Τη ζωή μπορώ να χάσω. Ναι, του λέει εκείνη, τώρα, Να μισέψομε στην ώρα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν