Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ο Μώρος την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινα κασσέλαν, επί της σανίδος. Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βρασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον.

Κι' έζεψε η Ήρα στο ζυγό τα γλήγορα άλογά της, για πόλεμο ανυπόμονη και για σφαγή κι' αντάρα. Στου Δία ως τόσο η Αθήνα το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, ξομπλιό σκουτί που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, 735 και στα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη, φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.

Την νύκτα ο κύριός της έβαλε τα φορέματά του έξω από το δωμάτιόν του διά να τα καθαρίση ο υπηρέτης, η δε δραχμή έπεσεν εντροπιασμένη εις το πάτωμα, χωρίς κανείς να την ακούση ή να την ιδή. Την αυγήν ο ταξειδώτης έβαλε τα φορέματά του και ανεχώρησε δι' άλλα μέρη, η δε δραχμή έμεινεν εις το πάτωμα.

Εδέχετο δε εξαιρετικώς κατ' εκείνην την ημέραν η Διαμαντηρείζενα όλους τους επισκέπτας, όλον το χωρίον, σχεδόν χωρίς να μορφάζη. Την ημέραν εκείνην έκαμνε θυσίαν το κάτω πάτωμα της οικίας της.

Αϊμά, απήντησεν η φωνή. — Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου; — Αυτό. — Ευχαριστώ. Και η Βεάτη απεμακρύνθη. Η Σιξτίνα. Ότε η Βεάτη έφθασεν εις το κατώτερον πάτωμα, ήκουσεν όπισθέν της το βήμα της Σιξτίνης, ήτις ανέβαινε διά της κλίμακος με το σοβαρόν βήμα της, κρατούσα τη ετέρα των χειρών το περίφημον μονόφωτον δέλετρόν της.

Μετά λίγην ώρα εβγήκεν από την κρεββατοκάμερα άλλος γιατρός που είπε πως πρέπει ν' αφήσουν τον άρρωστον να ησυχάση. Λίγολίγο άρχισεν ο κόσμος να φεύγη, έως ότου δεν απέμειναν παρά ο γιατρός, ο παπάς και δυο σπητικοί φίλοι. Τα μεσάνυκτα επήγαν κ' εκείνοι να εξαπλωθούν εις το επάνω πάτωμα, αφού έδωκαν παραγγελία εις τον στρατιώτη της υπηρεσίας να μείνη στη σάλλα και αν τύχη τίποτες να τους κράξη.

Προ παντός άλλου επελέκισα τον νεκρόν· του έσπασα το κεφάλι, τους βραχίονας και τας κνήμας, έπειτα απέσπασα τρεις μεγάλας σανίδας και τον ετοποθέτησα μέσα εις το πάτωμα. Μετά τούτο ξανάβαλα τας σανίδας με τόσην επιτηδειότητα, που κανένα μάτι ανθρώπινον, ούτε το ιδικόν του ακόμη, δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τίποτε το ακανόνιστον.

Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως.

Έκλεβε στα ονειρεμένα τα φτερά της τα ουράνια της ζωής αρώματα, της υγείας τα μεθυστικά και πλούσια μύρα. Τάμπωχνε απαλή, γλυκύτατη ανάπνια του γιαλού. Τανέβαζε και τάπλωνε στο χωριδάκι το φτωχό, που κρέμεται στο βουναράκι πάνω. Ωστόσο στο μικρό το καφενεδάκι μέσα πήχτρα ο κόσμος. Όλο το χωριό ήρθε κ' εκλείστηκε να τη χορτάση. Βελόνι νάριχτες τόπο δε θάβρισκε στο πάτωμα να πέση.

Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζόμενη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διoρθώση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον. Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν