Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025
Όλον λοιπόν τούτο το δέρμα η θεότης εκέντει ολόγυρα διά πυρός, αφού δε ετρυπήθη, και το υγρόν εφέρετο έξω δι' αυτού, το μεν υγρόν και θερμόν, καθ' όσον ήτο καθαρόν, απ- ήρχετο, το δε μικτόν εκ των στοιχείων, εκ των οποίων ήτο και το δέρμα, ωθούμενον άνω υπό της ιδίας αυτού ορμής, εξετείνετο μακράν, έχον λεπτότητα ίσην με το κέντημα.
Μετά πολλής ορμής ήρχισεν ο Ηράκλειος την εκστρατείαν του έτους τούτου πυρπολών τας πόλεις και τας κώμας της Περσίας, όσας διήρχετο. Τούτο έπραττε διά να φέρη εις στενοχωρίαν τον Ραζάτην, ο οποίος δεν επλησίαζεν, αλλά μόνον παρηκολούθει εκ των όπισθεν.
Νομίζομεν ότι και οι θεοί και οι άνθρωποι, κινούμενοι υπό ακαθέκτου φυσικής ορμής, τείνουν εις το να άρχουν, εκείνοι μεν εν τη τάξει των ιδεών, ούτοι δε εν τω κύκλω της πραγματικότητος. Ούτε εθέσαμεν ούτε μετεχειρίσθημεν ημείς πρώτοι τον νόμον τούτον· τον εύρομεν υπάρχοντα και ύστερον από ημάς θα υπάρχη αιωνίως.
Εκάστη στιγμή της ζωής αποτελείται εκ των τριών τούτων σημείων: εκ της ορμής του υποκειμένου, ήτις αναγκάζει τα ζώον να θέτη τους διορισμούς του, τα μέλη του σώματος, να πραγματοποιήται εν αυτοίς και τέλος διά τούτων να επιστρέφη εις εαυτό ως κέντρον αισθανόμενον κλπ. Αύτη είναι η αληθής ενότης της ψυχής και του σώματος.
Είνε αληθές, ότι η επί του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν αναγκαίον να εγείρη παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της οδού εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος.
Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του. Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος.
Αυτός όμως δεν απελπίσθη διά να μην ακολουθήση τον δρόμον που επήρε, και να τρέχη μετά μεγάλης ορμής διά να την φθάση· και εκεί που έτρεχε, την βλέπει από μακρόθεν, που ήτον σιμά εις μίαν πηγήν, και του εφαίνονταν πως ήτον αποσταμένη από το τρέξιμον. Ευθύς κτυπά με μεγάλην βίαν το άλογόν του και τρέχει, μα εστάθηκεν άκαιρη η βία του, διά να την πιάση.
Το πήδημα όπερ τω εφαίνετο ότι είχε κάμει, δεν ίσχυσε να τον αφυπνίση. Άλλως δε ο Μάχτος επέμενεν εις το όνειρον τούτο, και δύναται τις να είπη, ότι αυτομάτως πως το κατεσκεύαζε μάλλον, ή ότι υφίστατο παθητικώς αυτό. Εφέρετο μεθ' ορμής εις το όνειρον τούτο και εκράτει αυτό σφιγκτώς. Εξηκολούθει δε να νήχηται ούτως επί πολύ. Και πράγματι ενήχετο, αλλ' ενήχετο εις το πέλαγος των ονείρων.
Ποίον νόμον λοιπόν συμβουλεύεις εις αυτούς να νομοθετούμεν, εάν τους διαφύγη αυτός που νομοθετούμεν τόρα; Προφανώς τον ερχόμενον δεύτερον κατόπιν από αυτόν, φίλε Κλεινία. Ποίον εννοείς; Να αφήνουν όσον το δυνατόν αγύμναστον την ορμήν των ηδονών, μετατοπίζοντες εις άλλα μέρη του σώματος τον χυμόν και την τροφήν αυτής της ορμής.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός. Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας. Η μεγαλειτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξίαν της εσπέρας. — Μα . . .! Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν