United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Να το κάνετε γρήγορα όμως, γιατί, ξαίρετε, σας το παρήγγειλα για κάποιο πρόσωπο, που θα μου κάνη την τιμή νάρθη να γευματίση εδώ. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Είνε εντελώς έτοιμο. Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Άλλως τε, κύριε, δεν αρκεί αυτό.

Ύστερα είπε: — «Αν ήξερα, ότι ο Βασίλης μου θάρχονταν σε μια βδομάδα μέσα, θα βαστούσα στα δόντια μου την ψυχή ως που νάρθη, κι' ύστερα θα πέθαινα ευχαριστημένη.

Κήρυξ, εφώναξε προς την θύραν στραφείς ο κυρ-Ανδρέας ο Απίκος, βλέπων ότι η ώρα παρήρχετο. Ο κήρυξ όστις ανήκε φαίνεται εις τους Ανδρογενοχωρίστραις, μυρισθείς ότι κάτι τον ήθελαν, είχε πλησιάσει προς την θύραν. — Κήρυξ, επανέλαβεν ο κυρ-Ανδρέας, φώναξε δυνατά τρεις φοραίς, όποιος είνε για να ψηφίση ναρθή, γιατί θα κλείσουμε της κάλπαις.

Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν: — Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών.

Όχι, μην τον στέλνης, παπαδιά . . . μην του λες χαμπάρι . . . θα γυρεύη να μας ακλουθήση, ναρθή μαζή μας . . . Θα πάω μοναχός μου καλλίτερα . . . για να πάρω και τ' Αρτοφόριο . . . για να το κοινωνήσουμε κι' όλα, κατά την βάφτισι, το παιδί. Έβαλεν εις μικρόν δισσάκιον μιαν δεσμίδα με τα παλαιά του άμφια, το Ευαγγέλιον, το μικρόν Ευχολόγιον, και το θυμιατόν.

Είχαν τώρα λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία κι αργούσε νάρθη.

Εσαστίζανε λοιπόν κ' ετρέχανε να πάρουν τάρματα κ' εφώναζαν τους αθώρητους εχτρούς· ως που παρακαλούσανε πάλι νάρθη η νύχτα για να βρούνε ησυχία σ' αυτή.

Κ' έκαμε να σηκωθή, πιάνοντας με το δεξί χέρι της τη μέση και με τ' άλλο ακουμπώντας στο κοτρώνι που κάθονταν. Μα δεν την άφηκα, για ναρθή στα ύπατά της, καλλίτερα.

Και να σου πω, θαρρώ, πως έχει δίκηο. Να μαζέψωμε τα σκουτιά μας και να τραβάμε, πρώτα ο Θεός. Τι καλό είδαμε σε τούτον τον τόπο; Η αλήθεια είνε πως ο παπάς έγραφε και ξανάγραφε στην ξαδέρφισσά του και την παρακινούσε ολοένα νάρθη μ' αυτά τα λόγια και με άλλα. Ο παπάς όμως είχε το λογαριασμό του.

Πάλι, καλά! Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες: Με πανδρέψαν οι γονιοί μου χωρίς νάχουν τη βουλή μου... — Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της. — Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου ... Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη!