Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Εν τοσούτω από τινος οι κακόγλωσσοι διετείνοντο ότι η προβαίνουσα ηλικία της θυγατρός είχεν αρχίσει να ενοχλή την μητέρα· και από δύο ήδη ετών το Μαρούλι είχε σταματήσει εις τα δεκαοκτώ, διά να δύναται και η χήρα να λέγη ότι δεν είχε πατήσει ακόμη τα σαράντα.

Ο σύζυγός της αποθανών, της αφήκε μετά των θλίψεων της προώρου χηρείας, περιουσίαν ικανήν και μίαν θυγατέρα. Το Μαρούλι, ως ωνομάζετο, είχε γίνει νέα λεπτοκαμωμένη, ψυχρά και, κατ' αντίθεσιν προς την μητέρα της, ολιγόλογος συσφίγγουσα τα χείλη με αξιοπρέπειαν αρχοντοπούλας μη στάξη και μη βρέξη. Είχε δε τωόντι ανατραφή ως αρχοντοπούλα του χωριού, «χωρίς να την 'δη ήλιος», ως έλεγεν η μητέρα της.

Θε διεστέλλοντο δε ίσως υπό μειδιάματος και τα λεπτά χείλη της Μαργής, αν ο αδιόρθωτος Μανώλης δεν υπέπιπτε και πάλιν εις το φοβερόν λάθος να την ονομάση Μαρούλι. Εις μάτην η χήρα του είχει συστήση επανειλημμένως να ονομάζη την θυγατέρα της με το όνομα το οποίον είχε φέρη μετά του κρινολίνου από την πόλιν. Εκτός του ότι ήτο δυσπρόφερτον αυτό το όνομα, δεν του ήρχετο ποτέ εγκαίρως εις την μνήμην.

Η Μαργή εστράφη προς τα οπίσω διά να φύγη, αλλ' ο βραχίων του Μανώλη εξετάθη προ αυτής ως φράκτης ανυπέρβατος. — Δε μ' αγαπάς λίγο-λίγο; αι Μαρούλι, δε μ' αγαπάς μια σταλιά; Τότε πλέον η Μαργή έγινεν έξω φρενών και ελησμόνησε και την εξομολόγησιν και την μετάληψιν και την κόλασιν.

Συντελούσης δε και της μέθης, ήτις δεν είχεν εντελώς εξατμισθή, η σκέψις του έφθασεν εις τοιούτον ενθουσιασμόν, ώστε μετ' ολίγον ήρχισε να σιγοτραγουδή: Κ' εδά, Μαρούλι μου, πού θα μου πας; Θες και δε θες, θα μ' αγαπάς. Αλλά και αι νέαι του ελπίδες διελύθησαν εις την πρώτην συνάντησίν του με την θυγατέρα της χήρας.

Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίση. Ο Μανώλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα ενόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε. — Και το Μαρούλι πούνε; της είπε.

Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κεγώ, είπεν ο Μανώλης σκεπτικός. Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν: — Μα ... να μου δώσης θες το Μαρούλι; Η Καλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα. — Να ξεμπλέξης πρώτα απού τσοι Θωμαδιανούς ... Εγώ σούπα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά. — Και τα Μαρούλι, θεια Καλιώ, θέλει; είπεν ο Μανώλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.

Και όταν, κατά την απόλυσιν της λειτουργίας, το Μαρούλι διήρχετο μεταξύ αυτών εις την αυλήν του ναού, την υπεδέχθησαν μικραί εκρήξεις γέλωτος. Φουστάνι ήτον αυτό ή κοφινίδα; Να το βάλη κανείς στον κήπο του, δεν ήθελε καλλίτερο σκιάχτρο για τα πουλιά. Την εύθυμον δ' εντύπωσιν ενέτεινεν η παρατήρησις του Αστρονόμου, ότι ήθελε μια σπορά τόπο για να περάση.

Διερχομένη δε μεταξύ των χωρικών οίτινες εψιθύριζον μειδιώντες ότι η κακομοίρα η Αλογόμυγια εσωκουζουλάθηκε, επληροφόρει δεξιά και αριστερά ότι «στη χώρα δε λένε Μαρούλι, μόνο Μαργή».

Από τας πρώτας φροντίδας του Μανώλη ήτο να κάμη γνωστήν εις την θυγατέρα της χήρας την μεταβολήν της καταστάσεώς του, αφού χάριν αυτής είχε γίνει καφετζής. Ζωσμένος λοιπόν ως ποδιάν μαντήλι χρωματιστόν, επέρασε προ της οικίας της Ζερβούδαινας, όταν δε είδε την Μαργήν, της εφώναξεν: — Αι! ... είντά 'χεις εδά να πης, Μαρούλι; Δεν είνε μόν' ο Σμυρνιός καφετζής· είνε κιάλλος.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν