Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Κι’ η Κόρη κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη, Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της, Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει.
Όσοι δεν είδατε γυναίκα μαραμένη πως ξανανθίζει μες του αγαπημένου αγοριού της την αγκάλη, πως ροδίζουν τα μάγουλά της και φλογοκαίν τα χείλη της και τα μάτια της πετούνε σπίθες, θυμηθήτε τουλάχιστο τα μαραμένα τριαντάφυλλα στο νερό: πως σηκώνουν τανθόφυλλά τους και ξαναπαίρνουνε δροσιά και χρώμα και χύνουν καινούργιο μύρο σα να ξεσκούν εκείνη τη στιγμή !. . . Αλλά για λίγες ώρες, αχ, για πολύ λίγες μοναχά Έτσι κ' η Βεργινία, άμα ερχόταν ο Νίκος της!
Αυστηρή ωμορφιά, μαραμένη από κάποια βαθειά αρρώστεια. ΛΕΛΑ — Ελεύθερη γυναίκα, φιλενάδα του Τάσσου. Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ — Γιατρός των λουτρών, γηραλέος μα ζωηρός και γερός άνθρωπος. ΝΙΚΟΣ ΜΙΣΤΡΑΣ — Ανιψιός του γιατρού Μιστρά, φοιτητής της Γιατρικής. Ο ΜΠΑΡΜ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Παλιός υπηρέτης του σπιτιού του Φλέρη, γέρος εξηντάρης. ΕΝΑΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΝΑ ΕΝΑΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ του ξενοδοχείου.
Προσθέτω ότι εγώ τουλάχιστο δεν πιστεύω να διορθώνεται καμιά κοινωνία. Οι κοινωνίες ζουν ζωντανά ή κοιμισμένα. Η Ελληνική κοινωνία δε θέλει διόρθωμα, παρά ξύπνημα, αν ξυπνιέται, γιατί είναι σα μαραμένη. Για να αλλάξεις μια κοινωνία πρέπει να αλλάξεις το χαραχτήρα των ατόμων της.
Αυτή η γυναίκα δεν πρέπει να φανερωθή εδώ. Άκουσες; Για κανένα λόγο. Καθώς προχωρεί προς το Φλέρη ανασηκόνει νευρικά το βέλο της. Η ωμορφιά της φανερώνεται λίγο μαραμένη μα γοητευτική. Ο Τάσσος στέκεται όρθιος, σαν απολιθωμένος και σα να θέλη να κρύψη κάποια δυσαρέσκεια. Εκείνη, βλέποντας τη ψυχρότητά του σταματάει σε κάποια απόσταση. Δεν περίμενες να με δης εδώ, Τάσσο. Το ξέρω.
Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.
Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.
Τα πουλιά φτερουγίζουν και φλυαρούν σα να σε ξαναχαιρετούν ευτυχισμένα σαν τότε. Τίποτε δεν άλλαξε από την εξοχή ακόμα. Μήτε η μαραμένη καλύβα κάτω στο δάσος, μήτε το ποταμάκι που κυλά στις πικροδάφνες και στα πλατάνια, που φουντόνουν νιοβλαστημένα. Θα σκύψουμε να πιούμε νεράκι στην πράσινη όχτη του, σαν τότε· ποτήρι θάχης τα δυο μου χέρια, ποτήρι θάχω τις κόκκινες απαλάμες σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν