Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι γίνεσαι, αυθέντα μου; Κατάμονος τι μένεις, με συντροφιάν τα θλιβερά φαντάσματά σου μόνον; Τι τρέφεσαι με στοχασμούς, που έπρεπε να ήσαν μ' αυτούς που συλλογίζεσαι μαζί κι' αυτοί θαμμένοι; Όσα δεν έχουν ιατρικόν, να λησμονούνται πρέπει! Το ό,τι έγειν', έγεινε! ΜΑΚΒΕΘ Εκόψαμεν το φίδι αλλά δεν το 'σκοτώσαμεν.
Εκεί που είναι, μάχαιρα, φαρμάκι δεν τον φθάνει, ούτε ο δόλος συγγενών, ούτε η έχθρα ξένων· τίποτ' εκεί να φοβηθή αυτός δεν έχει! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έλα, αυτά τ' αγριωμένα σου τα μάτια πράυνέ τα· 'ς το δείπνον κύτταξ' εύθυμος και ζωηρός να ήσαι. ΜΑΚΒΕΘ Θα ήμ', αγάπη μου. Και συ προσπάθησε να ήσαι. Να έχης δε κατ' εξοχήν τον νουν σου εις τον Βάγκον. Σ' το 'μάτι σου, 'ς την γλώσσαν σου εκείνος να πρωτεύη.
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πού να φύγω; Εγώ δεν έκαμα κακόν. — Πλην λησμονώ ότ' είμαι 'ς τον κόσμον τον επίγειον, όπου κακόν να κάμνης είναι συχνά επαινετόν, το δε καλόν να κάμνης το λογαριάζουν κάποτε ως κινδυνώδη τρέλλαν. Λοιπόν κ' εγώ, αλλοίμονον, τι όφελος προσμένω; από την υπεράσπισιν αυτήν την γυναικείαν, ότι δεν έκαμα κακόν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Τι είσθε, τι ζητείτε; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Πού είν' ο άνδρας σου;
ΡΩΣ Δεν 'ξεύρεις αν τον ώθησε φόβος ή γνώσις. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Γνώσις! Ν' αφήση την γυναίκα του, ν' αφήση τα παιδιά του, το κάστρο του, τους τίτλους του, εκεί απ' όπου φεύγει!
ΜΑΚΒΕΘ Ο ένας είπε: Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος, ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια! Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας», ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Άφες τα τούτα! ΜΑΚΒΕΘ Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσε 'ς τον λάρυγγά μου το Αμήν!
ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Ναι, ο νους των όμως είναι κλεισμένος. ΙΑΤΡΟΣ Τι κάμνει τώρα; Ιδέ την πώς τρίβει τα χέρια! ΘΑΛΑΜΗΠΟΛΟΣ Το συνειθίζει· — ωσάν να πλύνεται· — την είδα να το κάμνη αυτό δι' εν τέταρτον της ώρας, χωρίς να παύη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έχει ακόμη κηλίδα! ΙΑΤΡΟΣ Άκουε, ομιλεί. — Θα γράψω όσα ειπή διά να τα ενθυμούμαι καλλίτερα. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Έβγα, κηλίς κατηραμένη!
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πατέρα έχει το πτωχό, και είν' ωρφανευμένο. ΡΩΣ Δεν ημπορώ να κρατηθώ. Υγίαινε. Αν μείνω θα μ' εντροπιάση η λύπη μου και σε θα σε ταράξη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθαν' ο πατέρας σου, και τώρα τι θα γείνης, και πώς θα ζήσης; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Όπως ζουν και τα πουλάκια, μάννα. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ 'Σάν τα πουλάκια; Πώς; Και συ με μυίγαις, με σκουλήκια Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Με ό,τι εύρω.
Εσώθη το σκουλήκι και έχει μέσα του ζωήν ως που να έλθ' η ώρα να χύση το φαρμάκι του· τώρα δεν έχει 'δόντια! Φύγε! Σε βλέπω αύριον. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πώς δεν μας ζωηραίνεις, αυθέντα; Το συμπόσιον δεν έχει πλέον χάριν εάν ενόσω γίνεται, κανείς δεν συχνοβλέπη ότι φιλεύει με χαράν εκείνος που φιλεύει.
Η κοινή εξήγησις ενταύθα είναι ότι η Λαίδη Μάκβεθ πράγματι λιποθυμεί, μη αντέχουσα επί πλέον εις του νευρικού συστήματος την έντασιν. Επί του θεάτρου, εν Αγγλία, φέρεται έξω της σκηνής υπό των θαλαμηπόλων αυτής, αίτινες παρουσιάζονται εν νυκτερινή ενδυμασία, ωσεί αίφνης αφυπνιθείσα.
Ω! τούτο είναι θαύμα που κ' ένα φόνον ξεπερνά ωσάν αυτόν!... ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αυθέντα, σ' αποζητούν οι φίλοι σου. ΜΑΚΒΕΘ Ω! Είχα λησμονήσει. — Να μη με συνερίζεσθε, αγαπητοί μου φίλοι. Ασθένεια παράδοξος με βασανίζει· όμως δεν είναι τίποτε αυτό δι' όσους με γνωρίζουν. — Χαρά κ' υγεία 'ς όλους σας! Ελάτε. Ας καθίσω. Δότε μ' εδώ 'λίγο κρασί· γεμάτο το ποτήρι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν