United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάντες ηγίαζον την ημέραν του Σαββάτου, επειδή όμως δεν είναι ακριβώς γνωστόν κατά ποίαν ημέραν τελειώσας ο θεός τον κόσμον ανεπαύθη , φοβούμενοι μη υποπέσωσιν εις τι λάθος, έμενον αργοί ολόκληρον την εβδομάδα.

Διότι εάν έσφαλε εις το πρώτον εκείνος, ο οποίος το έθεσε και κατόπιν συμφώνως με αυτό παρεβίαζε τα άλλα και τα ηνάγκαζε να είναι σύμφωνα με εκείνο, διόλου παράδοξον να συμβή, καθώς εις τα γεωμετρικά σχήματα, όπου όταν εις την αρχήν γίνη ένα μικρόν και ασήμαντον λάθος, όλα τα άλλα κατόπιν, τα οποία είναι πλείστα όσα, εξακολουθούν να συμφωνούν μεταξύ των.

Ο απόστολος ήρεμα διορθώνει το λάθος αναφέροντας τους ακριβείς λόγους του αναστημένου Χριστού.

Αιτία δε τούτου είναι ότι ο μεν νόμος είναι πάντοτε γενικός, ενώ περί μερικών πραγμάτων δεν είναι δυνατόν να ομιλήση κανείς γενικώς. Εις όσα λοιπόν είναι μεν ανάγκη να ομιλή γενικώς, αλλά τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνη ορθώς, εκεί ο νόμος λαμβάνει υπ' όψιν τας περισσοτέρας περιπτώσεις, ενώ γνωρίζει ότι συμβαίνει λάθος. Και μολαταύτα είναι ορθός.

Θα γείνουν την πεντηκοστήν είκοσι πέντε χρόνια που είχεν ο Λουκέντιος τους γάμους του· και τότε κ' οι δυο μας εχορεύσαμεν. Θυμάσαι; ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Έχεις λάθος. Θα είναι περισσότερον, αφού τριάντα χρόνων είναι ο υιός του σήμερον. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι κάθεσαι και λέγεις! Ήτον ανήλικος αυτός τώρα και δύο χρόνοι.

Υπόσχομαι δε να τα δημοσιεύσω ή εις χωριστόν φυλλάδιον, ή με άλλον τινά αρμόδιον τρόπον προς ικανοποίησιν εκείνων, των οποίων ήθελεν εγγίζεται αδίκως, ή κατά λάθος η υπόληψις. Εν Χαλκίδι, την 16 Οκτωβρίου 1833. &Ο Εκδότης Δ. Αινιάν&».

Κι' άξαφνα η μια στάθηκεν, άπλωσε στο χέρι της το καπέλλο της άλλης και με μεγάλη προσοχή, με μεγαλείτερη στοργή της διώρθωσεν.....αλήθεια πως να το διηγηθώ; — της διώρθωσε τη θέση κάποιου άνθους που είχε γύρει, σαν να διώρθωνε το μεγάλο λάθος της ύπαρξής των! Η άλλη είπεν «ευχαριστώ» — ξαναπιάστηκαν απ' το χέρι και περπατούσαν πάλι σιωπηλές και σβυσμένες. Αυτή ναι η ιστορία. Λονδίνο, 1909.

Πόσο είναι ευτυχισμένοι εκείνοι που μπορούν να δουλεύουν!» Ο Έφις σκεφτόταν τον Τζατσίντο που έγινε χαρούμενος και καλός μόλις βρήκε δουλειά, και διερωτήθηκε με πίκρα εάν δεν έκανε πάλι λάθος που εγκατέλειψε τις καημένες τις κυράδες του. Κι έτσι πήγαινε και πήγαινε και ησυχία δεν εύρισκε. Η σκέψη του ήταν πάντα εκεί κάτω, ανάμεσα στις καλαμιές και στα σκλήθρα του μικρού κτήματος.

Για κύττα το καλά· μην κάνης λάθος; — Τι λάθος, αδερφέ Κωσταντή; είνε στολίδι από Ρούσικο καράβι· βασιλικό καράβι! Να, δε διαβάζης τα γράμματα: Πέτρος ο Μέγας· έτσι γράφει απάνου... Ο Αρλετής εσταύρωσε τα χέρια, έγυρε το κεφάλι κ' έμειν' εκεί άφων- άλαλος για πολλή ώρα. Απελπισία κυρίεψε την ψυχή του σα νάβλεπε την εκκλησιά του γκρεμισμένη.

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.