United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή δε φαίνεται ότι δεν μένει τίποτε περισσότερον διά τον εαυτόν του, αφού είναι δίκαιοςδιότι δεν κρατεί διά τον εαυτόν του τίποτε περισσότερον από το απόλυτον αγαθόν, εάν δεν είναι ανάλογονδιά τούτο κοπιάζει χάριν άλλου. Και διά τούτο λέγουν ότι η δικαιοσύνη είναι ξένον αγαθόν, καθώς είπαμεν προηγουμένως.

Κρατεί σφερδούκλια το παιδί και δένει τα με σκοίνο και τα σφερδούκλια δένοντας ακριδοπιάστρα πλέκει· και μηδέ τόσο νοιάζεται γι' αμπέλι και ταγάρι όση χαρά έχει μέσα του γι' αυτό το πλέξιμό του. Στρώνονται φύλλ' απερουνιάς τριγύρω στο ποτήρι· μεγάλο θάμμα αληθινά που το μυαλό ξιππάζει.

Τώρα όμως ομοιάζει με φιλόσοφον, διότι εφήρμοσεν εις την κεφαλήν του ό,τι άλλοτε έκανεν εις τα υφάσματα. ΚΥΡΙΟΣ. Τι αναίδεια! Ο Κάνθαρος έγινε φιλόσοφος; ΑΝΘΡ. Θα τους εύρωμεν όλους, αφού αυτή η γυναίκα τους γνωρίζει ως λέγει. ΦΙΛΟΣ. Ποιός είνε αυτός ο άλλος, Ηρακλή, που έρχεται, ο ωραίος, ο οποίος κρατεί κιθάραν;

Και πόσον είναι το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του.

Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να έμβη τινάς εδώ.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Εγώ δεν επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να καταλάβης τον κακοφανισμόν μου.

Ο Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά, στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου.

Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατείτο χέρι του δαυλί με φλόγα.

Εις την τελευταίαν εικόνα παρίσταται η Μήδεια, διακαιομένη υπό της ζηλοτυπίας, βλέπουσα τα τέκνα της με βλέμμα άγριον και φαινομένη ότι κάτι κακόν σκέπτεται• κρατεί δε ήδη το ξίφος, τα δε δυστυχή παιδία κάθηνται γελώντα, ουδέν εκ των μελλόντων να γίνουν υποπτεύοντα, μολονότι βλέπουν το ξίφος εις τας χείρας της μητρός των.