Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.

Σήκωσε τ' άσαρκα χέρια της, πήρε της νύφης τ' όμορφο κεφάλι, ψήλωσε στα νύχια και κόλλησε τα χείλη στ' αφτί της. Έκαμε να μιλήση· κόμπιασε. Έκαμε πάλι· ξανακόμπιασε. Μα τέλος κάτι κατάφερε να ειπή. Κάτι πικρό και θλιβερό σαν στερνοθέλημα, σαν στερνοφίλημα. Η κόρη πισωπάτησε τρομασμένη, κίτρινη. — Όχι, μάννα μ'! . , . όχι, μάννα μ'! ... αργοψιθύρισε.

Μάλιστα, έπεσε στο δόκανο αλλά κατάφερε να ξεφύγει και βρισκόταν εκεί με σπασμένο πόδι και με κοίταζε με δυο μάτια σαν άνθρωπος. Του έδεσα το πόδι, αλλά μετά έκανε πυρετό. Έκαιγε μέσα στα χέρια μου σαν να ήταν ένα κουβάρι φωτιά και μετά μελάνιασε για τα καλά και ψόφησε.» Ο Έφις κάθισε μπροστά στο καλύβι κοιτάζοντας μακριά. «Τι λες» ρώτησε σοβαρά, «ο ντον Πρέντου θα με ξαναπάρει στη δούλεψή του

Όλα αυτά από το λάθος ενός τρελλού, ο οποίος εφαντάσθηδεν ξεύρω πώςότι εφεύρε το καλύτερον σύστημα, πρωτοφανές μέχρι τούδε. — Εννοείτε το καλύτερον σύστημα της διοικήσεως των τρελλών. — Ήθελεν αναμφιβόλως να δοκιμάση την εφεύρεσίν του και προς τον σκοπόν τούτον έπεισε και τους άλλους τρελλούς να συμπράξουν μετ' αυτού εις την κατάληψιν της αρχής. — Και το κατάφερε;

«Α! Περινίς, ήσουν ο σπητικός μου κι' ο πιστός μου κι' ο πατέρας μου σε είχε προορίσει, από παιδάκι ακόμη, να με υπηρετής. Αλλά ο Τριστάνος ο μάγος σε κατάφερε με τα ψέμματα και τα δώρα του. Και συ, με πρόδωσες. Φύγε από δω!» Ο Περινίς γονατίζει στα πόδια της. «Κυρία, σκληρά λόγια ακούω. Ποτέ δε δοκίμασα τέτοια λύπη στη ζωή μου. Μα λίγο με μέλει για τον εαυτόμου.

Και τι μ' αυτό; γυρίζει και του κραίνει η Μιχάλαινα με σουφρωμένα φρύδια και με χείλη που στάζανε φαρμάκι. — Και τι μ' αυτό; Μηγαρής τίμια σου φέρθηκε αυτή να σε μπλέξη στη βρακοζώνη της; Και δεν το κατέχω τάχα πως χρόνους και χρόνους σε παραμόνευε να σε πιάση, κ' είχε δεν είχε το κατάφερε να σε κωλοσύρη εχτές εκεί κάτου σαν πεινασμένο γατί;

Γι' αυτό δεν θα ήθελε να χάση καιρό ψάχνοντας τριγύρω, στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε κείνους που είνε στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός, κι' ας βλαστημούν μέσα τους πλεια. Τι να γείνη! — Λοιπόν; — Τώρα σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δος μου το ένα κουπί. Ο νέος δεν αντέστη, και μετέθεσε προς την πρύμνην την μίαν κώπην.