Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Και διά να σε ευχαριστήσω θέλω κάμει να ιδής την δοκιμήν εις ετούτην την έλαφον που την έχομεν σκοτωμένην. Εγώ του είπα πως θέλει μου κάμει μεγάλην χάριν κάμνοντάς με να ιδώ ένα τέτοιον πράγμα. Τότε αυτός μου λέγει· στοχάσου λοιπόν εκείνο που έχω να κάμω.

Ενώ χαλούν ντουνιάδες εκείνος τον χαβά του... χωρίς ποτέ καθόλου ν' ανοίγη τα στραβά του ακούραστος τοξεύει καρφιά, βελόναις, βέλη, και πού εκείνα πάνε κουκούτσι δεν τον μέλει. Όταν ιδής των άλλων τας φρένας να μεθύση αρνείσαι εις εκείνους και κοκοβιού μυαλά, αλλ' αν ποτέ κι' απάνω 'στόν σβέρκο σου καθίση για κοκοβιό νομίζεις αυτόν που σε γελά.

ΔΙΟΓ. Άκουσε, Πολυδεύκη, έχω μίαν παραγγελίαν να σου κάμω, άμα θα πας επάνωκαι νομίζω πως αύριον είνε η σειρά σου να αναζήσηςαν ίδης πουθενά τον κυνικόν Μένιππον,—δύνασαι δε να τον εύρης εις την Κόρινθον κατά το Κράνειον ή εις το Λύκειον να περιγελά τους φιλονεικούντας μεταξύ των φιλοσόφουςνα του 'πης, ότι ο Διογένης, ω Μένιππε, σε καλεί, αν αρκετά εγέλασες με τα εγκόσμια, να έλθης εδώ, όπου έχεις να γελάσης πολύ περισσότερον.

Λέγει το Φάσμα: — Μη εκπλήττεσαι· διότι ολίγα έως τώρα είδες, αλλ' εκ των ολίγων τούτων θα κρίνης πολλά, εάν έχης νουν εις την κεφαλήν του. Και το όλον είνε μηδέν, όταν δεν βλέπης αυτό· και το μέρος είνε πολύ, όταν γνωρίζης πώς να το ίδης.

Να ιδής, Θωμαή μου, μία χρυσή καδένα, μία μαλαματένια καδένα. Μισή οκά χωρίς άλλο! Είπεν εκπεπληγμένη η γρηά-Κυρατσού προς την κόρην της, ανυπόμονος να την υπανδρεύση· κ' έκαμε γαμβρόν τον Λαλεμήτρον με την χρυσήν καδένα.

Ο καιρόςτον ΜάστορηΜαΐστρο-τραμουντάνα. Πού να μουνδάρωμε! Και μια νύχτα! ΣκοτάδιΠίσσα! Δεν έβλεπες από την πρύμητην πλώρη. Εγώ του είπα του καπετάν Φώκα: Καπετάν Φώκα, δεν μ' αρέσει ο καιρός. Μα εκείνος δεν μ' άκουσε. Μας τα δίνει, που λέτε, 'ς τα χέρια! Και που να ιδής! Τα Ρημονήσια έγειναν ένα. Μαϊνάρουμε τον κόντρα μας τρώει τον παπαφίγκο.

Η Κυρά Λοξή ησθάνθη το αίμα αναβαίνον εις την κεφαλήν της, αλλ' εκρατήθη και, χωρίς να στραφή προς την μαγείρισσαν, απηύθυνε μειλιχίως τον λόγον προς τον ιατρόν: — Δεν θα κάμης αυτό το άδικον, ιατρέ μου, εις ανθρώπους που έκαμαν τόσον ταξείδι μόνον και μόνον να σε ιδούν. Δεν θα σου πάρη πολλήν ώραν. Να, μόνον να τον ιδής θα καταλάβης τι έχει. Σε παρακαλώ, ιατρέ μου! Ο ιατρός εφαίνετο μαλαχθείς.

Ιδού, πάλι σου την παραδίνω· τα παθήματά σου άλλο δεν ήταν παρά τόσες δοκιμές, που ηθέλησα να βάλω της αγάπης σου, και, θαύμα! αυτή εφάνη καθαρό χρυσάφι. Εδώ, στην όψη του ουρανού, βεβαιώνω το πλούσιό μου δώρο. Ω Φερδινάνδε, μη μου χαμογελάς, πως την έχω καύχημα, επειδή θα την ιδής να περάση τον έπαινο τόσο, ώστε αυτός να κουτσαίνη κατόπι της.

Ουδέν γλυκύτερον της εγέρσεως εκείνης· ψηλαφείς τα μέλη σου και αγάλλεσαι ευρίσκων αυτά σώα, ανοίγεις έπειτα τους οφθαλμούς και το παράθυρον, ίνα μη σ' επισκεφθή πάλιν ο κακός όνειρος. Αλλ' αν έτυχε να ιδής όνειρον καλόν, ότι ανεύρες την φιλοσοφικήν λίθον ή γυναίκα φρόνιμον, και εξυπνήσης καθ' ην στιγμήν ήπλωνες την χείρα εις τα χιμαιρικά ταύτα κειμήλια, τότε όλα σοι φαίνονται δυσάρεστα και αηδή.

Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν