Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Την στιγμήν εκείνην ένας από τους μάγκας, ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, εφώναξεν· — Έ! μπάρμπα-Λούκα! μπάρμπα-Λούκα! να, έρχονται οι ταχτικοί! Εστράφησαν όλοι, και είδον τους δύο γηραιούς χωροφύλακας, με της παληοκαπότες των και με της καραμπίνες των της σκουριασμέναις, που εφάνησαν να κατέρχωνται την ράχιν προς την ακτήν, και μόλις απείχον πεντακόσια βήματα.
Βλέποντάς τον αυτοί τόσον φερμένον διά το καλόν τους και την βοήθειάν τους, τον επαρακάλεσαν διά να σταθή με αυτούς εις το γεύμα να τους κάμη συντροφιά, ο οποίος υπακούοντάς τους έμεινε, και διά να τον κάμουν περισσότερον να γνωρίση το σέβας που εις αυτόν έλαβαν, η Δηλαρά εξεσκέπασε το πρόσωπόν της, εις τρόπον που ο αρχηγός μένοντας εκστατικός διά την ωραιότητα της Δηλαράς, εφώναξεν· α αγαπημένε μου Χουλά, δεν θαυμάζω καθόλου διά την σταθερότητα που έδειξες εις τον Κατή, με δίκαιον μεγάλον το έκαμες· και τελειώνοντας αυτά τα λόγια εκάθισαν εις την τράπεζαν, και έφαγαν με πολλήν ευφροσύνην· αφού δε απόφαγαν και ήθελαν διά να σηκωθούν, ήλθαν αιφνιδίως εις την ενθύμησιν του Κουλούφ τα συμβάντα που τους ηκολούθησαν, και την κατάστασιν και κίνδυνον της ζωής του εις τον οποίον ευρίσκονταν, στοχαζόμενος πως αδύνατον ήταν να ημπορέσουν να φύγουν, καθώς ήλπιζαν, με το να είχαν από κάθε μέρος φύλακας, όθεν άρχισε να κλαίη.
Και όλα εκείνα τα μαλλιά, τα οποία τώρα ήσαν γύρω από την Φωτεινήν σαν μικρά βουνά υψηλότερα από το ανάστημά της, ημπόρεσεν η γρηά και τα εστοίβαξεν εις ένα μόνον σακκί. Όταν το έφερε να το δέση η ιδία επάνω εις το γαϊδουράκι, η Φωτεινή εφώναξεν· — Ω! μη, το καϋμένο, θα πάθη από το πολύ βάθος!
Εγώ μην έχοντάς τον τρόπον διά να φύγω, επειδή και η τριχιά ήτον εις τον άλλον οντάν, επήγα και εκρύφθηκα υποκάτω εις το θρονί· και η Δαρδανέ επήγε και άνοιξε την θύραν και ευθύς εμπήκεν ο Σουλτάνος με πλήθος ευνούχων και δούλων και ωσάν την είδεν εφώναξεν· ω δυστυχισμένη, ποίος άνθρωπος ευρίσκεται εδώ μαζί σου; οι φύλακες του παλατίου μου είδαν πως ανέβη ένας εδώ και εμπήκεν από το παραθύρι.
Ένας γέρων ναύτης έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται.
Εις τούτα τα λόγια ο Αμπτούλ, που δεν ήτο ολιγώτερον εκστατικός από τον Καλίφην και γνωρίζοντάς τον, εφώναξεν· Ω μεγαλώτατε Αυθέντη μου, και βασιλέα του κόσμου, εσύ είσαι εκείνος που εκατεδέχθης να έλθης εις το σπήτι του σκλάβου σου, και ούτω λέγοντας έπεσε εις το ποδάρι του βασιλέως, ο οποίος τον εσήκωσε και τον έβαλε να καθήση επάνω εις ένα προσκέφαλον σιμά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν