United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εμέ τα κλειστά παράθυρα, οι χαίνοντες τοίχοι, η χορτοφυούσα αυλή, ο απερίφρακτος και παντί λυμεώνι ανεπεπταμένος κήπος, δεν ηξεύρω πώς ενεποίει παραδόξως ικανοποιητικήν εντύπωσιν. Μοι εφαίνετο ότι θα ελυπούμην, εάν εξηκολούθει ο οίκος εκείνος ν' ακμάζη. Διότι ήτον ο οίκος του Μητάκου· ο οίκος του Λαμπή, του πρώην ταχυδρόμου.

Εις μικρόν βράχον παραπλεύρως της νησίδος, κοίλον και σπηλαιώδη, το κύμα προσπίπτον μετά βοής και ρόχθου πολλού, επλατάγιζε, κ' εφαίνετο εκεί θορυβούσα, εν τη γενική αρμονία της σεληνοφεγγούς θαλάσσης, χωριστή ορχήστρα, ήτις καθ' εαυτήν έκαμνε πλειότερον κρότον ή όσος εγίνετο εις όλας τας αγκάλας, τους όρμους και τας αμμουδιάς, εις όλας τας ακτάς και τους σκοπέλους όσους έπληττον τα κύματα.

Πώς δε να μη θεωρήση τις ως ασύστατον κακολογίαν, ότι ο υποβολεύς του θεάτρου περιφρονηθείς παρ' αυτής, εσκόρπισε διά πιστολιού τον μυελόν του, ενώ αυτό τούτο απεδείκνυεν ότι ο άνθρωπος μυελόν δεν είχεν; Η δε τοσαύτη θραύσις εις μόνους τους μη ιδόντας την γυναίκα ταύτην εφαίνετο αλλόκοτόν τι και μυθώδες.

Προ οκτώ ετών ευρίσκετο εις Αθήνας και πάντα εγνώριζε τα εκεί μνημεία, τα χειρόγραφα και τους κατοίκους, ώστε η πόλις της Αθήνας εφαίνετο ήδη αυτή ανούσιος ως τα φωνήματα του Φρουμεντίου.

Μόνον επέρριπτεν εκεί, ως φάρος εν μέσω θυέλλης, ποιάν τινα παρήγορον εντύπωσιν η μορφή του αναγινώσκοντος ιερέως, ο οποίος με την αργυράν κόμην, κυματούσαν επί των ώμων του, το ευρύ και γαλήνιον μέτωπον, το ζωηρόν βλέμμα και με τα εκ σκιαυγούς τζανφέ άμφιά του, άνωθεν της όλης ομηγύρεως, εφαίνετο ως πατριάρχης της Γραφής, επιτιμών και συνάμα νουθετών τον λαόν διά την αστάθειάν του.

Εγώ τον παρέλαβα καθ' ον χρόνον εφαίνετο εις τους πολλούς σκυθρωπός και υπό των πολλών και συνεχών ερωτήσεων απεξηραμένος• και διά τούτο εθεωρείτο μεν σεβάσμιος αλλά και ουδόλως ευχάριστος και ουδεμίαν χάριν είχε διά ν' αρέση εις τους πολλούς.

Μετ' ολίγον καιρόν το πάχος της κυρίας Π. ηύξησε πολύ. Ο φίλος μου ήτο ευχαριστημένος, όχι όμως και οι συγγενείς και οικείοι προς τους οποίους το πρόωρον εκείνο πάχος τοις εφαίνετο ύποπτον. Και δεν ήργησε να φανή ότι οι τελευταίοι είχον δίκαιον . . . .. Διότι πέντε μήνας μετά το φθάσιμον της νεαράς γυναικός, δεν ηδύνατο πλέον να μένη η ελαχίστη αμφιβολία ως προ την φύσιν του όγκου της.

Πρώτην φοράν είδα Εβραίον να πη αλήθεια. Από εγκόλπιον αρχιερέως θα είνε η καδένα μου, κανενός παλαιού, κανενός αγίου ίσως. Η κατασκευή της μ' εβεβαίωνε πάντοτε περί της ιερότητός της, αλλά τώρα το ενύπνιον μου εφαίνετο ότι απεκάλυψεν εις εμέ την προέλευσίν της την ιεράν, και είχον ακλόνητον πεποίθησιν πλέον ότι έφερον επ' εμού κειμήλιον άγιον.

Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει.

Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς.