United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι θα έτυχε να τον ίδης κάπου ζωγραφισμένον ως δούλον της Ομφάλης, με πολύ αλλόκοτον ενδυμασίαν. Η μεν Ομφάλη φορεί την λεοντήν αυτού και κρατεί το ρόπαλον, ως να είνε τάχα αυτή ο Ηρακλής, αυτός δε φορεί γυναικεία ενδύματα και ξαίνει έρια και η Ομφάλη τον κτυπά με το σάνδαλόν της.

Σα σ' ακούω, δυχατέρα! . . . Αυτό το «σα σ' ακούω, δυχατέρα» ελέχθη με τόνον πολύ αλλόκοτον. Άλλως δεν ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην η νεαρά μήτηρ ήκουε τοιούτον τι εκ μέρους της μητρός της.

Ο Ίλιγγος έλαβεν εντολήν να πιάση τον Ρούντυ. «Μάλιστα! να τον πιάσω αυτόνείπεν ο Ίλιγγος, «αυτό δεν το μπορώ! το θηρίο η γάτα τον έχει διδάξει την τέχνην της. Αυτό το γέννημα ανθρώπου έχει δύναμιν ιδιάζουσαν, αλλόκοτον, που με απωθεί· δεν μπορώ να το φθάσω αυτό το παιδί, όταν κρεμιέται επάνω εις τους κλάδους, εκεί έξω επάνω από την άβυσσον.

Όχι, εψέλλισεν η νεάνις. Ο απευθύνας την ανωτέρω ερώτησιν ήτο γηραλέος ανήρ, και εφαίνετο σεβάσμιος. Ηγέρθη και επλησίασεν εις την νέαν. — Μήπως έχεις ανάγκην από τίποτε; Μήπως έχασες τον δρόμον; Η Αϊμά είδεν οπωσούν καλώς τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου, και έφριξεν. Όχι μόνον η φωνή, αλλά και η μορφή αυτού αλλόκοτον εντύπωσιν τη επροξένει. — Πού υπάγεις; ηρώτησεν ο ξένος.

Από σε ελπίζω να με συντροφεύσης εις τον έρημον τούτον κόσμον, και να με βοηθήσης να ζήσω την ζωήν μου, Αϊμά, και αν αποθάνω, να αποθάνω εις τους πόδας σου. Ο αδελφός σου, Μάχτος». Η ανάγνωσις αύτη ενεποίησεν αλλόκοτον εντύπωσιν εις τον Τρέκλαν, και άκων εψιθύρισεν·Αδελφή του! Με πόσον πόνον γράφει!... Και είνε αδελφή του. Α! ειξεύρω τι αδελφή του είνε!

Δηλαδή κανέν άλλο όνομα δεν υπάρχει που να αρμόζη και εις τας τέσσαρας δυνάμεις του θεού, αν και είναι έν, ώστε όλας να τας περιλαμβάνη και να σημαίνη οπωσδήποτε και την μουσικήν και την μαντικήν και την ιατρικήν και την τοξικήν. Ερμογένης. Λέγε λοιπόν, διότι μου φαίνεται ότι το παρουσιάζεις ως αλλόκοτον αυτό το όνομα. Σωκράτης. Απ' εναντίας μάλιστα αρμονικόν, αφού είναι και μουσικός ο θεός αυτός.

Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος, ο μυθιστοριογράφος τέρπει, διότι αυθορμήτως εξεγείρει αισθήματα, που ποθεί ο άνθρωπος να εξεγερθώσιν εν αυτώ μετά περιεργείας, να αισθανθή τα διά τα αλλότρια έστω πάθη αισθήματα της χαράς, της λύπης, της μελαγχολίας, του ενθουσιασμού, του θαυμασμού· ποθεί να του ερμηνευθή το κεκινημένον και αχαλίνωτον, το θερμόν και περιπαθές, το αλλόκοτον και μυστηριώδες, ως και το χρήσιμον και τερπνόν, το αστείον και κωμικόν.

Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε

Πλην τούτου και ο Πλήθων έπασχεν εκ τύψεων συνειδήσεως διά την πράξιν εκείνην. Ήτο δε ηναγκασμένος και να κρύπτη πάντοτε πάσαν αυτού ενέργειαν, διότι η περιβάλλουσα το όνομα αυτού απαίσιος φήμη εβόμβει εις τα ώτα του ως διηνεκής απειλή, και είχεν εξοικειωθή προς τον αλλόκοτον βίον ον διήγε.

Και ο Μάχτος δεν είχεν εντελώς καθησυχάσει. Ο ξένος προσήδρευε πάντοτ' παρά την κάμινον του χαλκείου. Και τούτο μεν, καίπερ δυνάμενον να φανή αλλόκοτον, ουδεμίαν προυξένει ανησυχίαν. Αλλ' οι καθημερινοί περίπατοι αυτού μετά του γέροντος Γύφτου, και αι παρατεταμέναι κατά μόνας συνδιαλέξεις, εις ας ο Μάχτος δεν ηδύνανο πάντοτε να ωτακουστή, δεν άφηνον τον νέον να κοιμηθή ήσυχος.