United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλαξε τέλος πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. &Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.&

Αλλά ποία είνε τα άνθη εκείνα, τα οποία αποπνέουν τόσον γλυκείαν και μεθυστικήν ευωδίαν, βαλσαμώνουσαν τον αέρα του κήπου; — Πλησίασε και θα εννοήσης. Επλησίασα έν άνθος, και όμως δεν ηννόησα. Λέγει το Φάσμα: — Λάβε όρασιν οξείαν, ως του αετού, και ιδέ διά μέσου των πετάλων. Και ενεφανίσθη τότε ενώπιόν μου πρόσωπον γνωστόν, το οποίον μου επροξένησε ρίγος.

Αυτός δε στρεφόμενος αναδρομικώς και συγκρουόμενος, διότι επήρε νέαν ορμήν αντίθετον προς εκείνην η οποία ετελείωσε, έκαμε εντός του μέγαν σεισμόν και επροξένησε πάλιν μεγάλην καταστροφήν των διαφόρων ζώων.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.

Αλλά πριν μας αποχωρίσωσι είχε συμβή τι, όπερ μοι επροξένησε πολλήν εντύπωσιν. Ήτο η τετάρτη ώρα της νυκτός. Είχες αποκοιμηθή. Διετέλεις ήδη εν αναρρώσει. Εγώ είχον κλείσει την θύραν και ετοιμαζόμην να κατακλιθώ πλησίον σου. Αίφνης ακούω ότι έκρουον έξωθεν την θύραν σιγανώς. Ηπόρησα.

Είμαι δε βεβαία, ότι και εις σε την αυτήν λύπην θα προξενήσωσιν αι ολίγαι αύται σειραί, όσην σου επροξένησε το πρώτον του θανάτου άγγελμα, και ότι το δάκρυ το οποίον θα θολώση και πάλιν τους οφθαλμούς σου δεν θα ήνε ολιγώτερον θερμόν εκείνου, όπερ εστάλαξεν επί της πρώτης εντύπου αγγελίας του δυστυχήματος, την οποίαν σου έφεραν αι εφημερίδες.

Αύτη άμα με είδε πάλιν να ξαναπάγω εκεί με εκύτταξε με βλέμμα φοβερόν, που μου επροξένησε φόβον, και άρχισε να μου λέγη· δυστυχισμένε, ύστερα από τόσους φοβερισμούς, που σου έκαμα, ακόμα τολμάς να φανής εδώ; φεύγα το λοιπόν ογλήγορα από εδώ· τώρα ευθύς κάνω και σε θανατώνουν.

Συναθροίσαντες δε τα άλλα ωδήγησαν αυτά εις τον λιμένα· αλλ' οι Αθηναίοι μετέβησαν μετά του στόλου, διά να τους προσβάλουν, και απέβησαν επίσης εις την ξηράν, τούτο δε επροξένησε πολύν θόρυβον και αταξίαν. Οι Αθηναίοι κατεσύντριψαν πολλά πλοία επί της παραλίας και εφόνευσαν τον αρχηγόν Αλκαμένην· αλλ' απώλεσαν και αυτοί άνδρας τινάς.

Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.

Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας.