Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Έβαλα εις την ρίζαν τούτου του δένδρου δύο πέτρες ψηλές, επάνω εις τες οποίες ανεβαίνοντας, εσήκωσα τα χέριά μου διά να δέσω την θηλιάν εις εκείνο το χοντρόν κλωνάρι, και δένοντάς την τήν επέρασα εις τον λαιμόν μου, αλείφοντάς την καλά με σαπούνι διά να γλυστρήση να μην τυραννηθώ πολύ· έπειτα ερρίχθηκα από τες πέτρες και έμεινα κρεμασμένος.
Φθάσαντες δε ούτοι πρώτον εις την Μακεδονίαν ευρίσκουν τους προ αυτών αναχωρήσαντας χιλίους κυριεύσαντας ήδη την Θέρμην και πολιορκούντας την Πύδναν. Στρατοπεδεύσαντες δε και αυτοί επολιόρκουν την Πύδναν, έπειτα όμως, επειγόμενοι να φθάσωσιν εις Ποτείδαιαν όπου ήτο ήδη ο Αριστεύς, συνομολογήσαντες συμφωνίαν και συμμαχίαν βιαστικά προς τον Περδίκκαν, ανεχώρησαν εκ της Μακεδονίας.
Έπειτα ο Δαρείος εκάλεσε τους Ινδούς τους καλουμένους Καλατίας οίτινες τρώγουσι τους γονείς των, και τους ηρώτησεν ομοίως παρόντων των Ελλήνων και μανθανόντων τα λεγόμενα διά διερμηνέως τι εζήτουν διά να καίωσι τους αποθνήσκοντας γονείς των· εκείνοι δε αναβοήσαντες τον παρεκάλεσαν να μη βλασφημή.
Γέρος όμως όντας ο Αθαναρίχος και στοχαζούμενος άνθρωπος, αντίς να κάθεται και να συλλογιέται πολέμους και σφαγές, πηγαίνει ίσια στο Θεοδόσιο και του προτείνει να συθηκέψη μαζί του. Κι ο Θεοδόσιος: τι άλλο ήθελε; Βγαίνει και τον ανταμώνει απέξω από την Πρωτεύουσα, έπειτα τον παίρνει μέσα και του κάμνει μεγάλες και βασιλικές τιμές. Πήγε να τα χάση ο Αθαναρίχος.
Έπειτα οι συγγραφείς, τους οποίους ανέφερα, ανήκουσιν όλοι μάλλον ή ήττον εις άλλην εποχήν, οι δε συνάδελφοί σας ενδέχεται να παρατηρήσωσιν, ότι όσα εσυγχωρούντο τότε ονομάζονται σήμερον α τ ι μ ω τ ι κ ά.
Τον Αγαθούλη και τον Κακαμπό πρώτα πρώτα τους αφόπλισαν· τους πήρανε τα δυο τους ανδαλούσια άλογα. Έπειτα τους οδήγησαν ανάμεσα σε δυο σειρές στρατιώτες. Ο διοικητής στέκεται στην μιαν άκρη με τον τρικέρατο σκούφο στο κεφάλι, με το ράσο ανασηκωμένο, το σπαθί στο πλευρό, το κοντάρι στο χέρι. Έκαμε ένα σημείο· αμέσως εικοσιτέσσερις στρατιώτες περικυκλώνουν τους δυο ξένους.
Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου!»
Και δεν απέρασε πολύς καιρός που έφθειρεν όλην του την περιουσίαν· έπειτα εστάθη στενεμμένος από την αφροσύνην του να πουλήση τα παλάτια του και τους σκλάβους του, και από ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν εις μεγάλην δυστυχίαν, η οποία επροξένησε μεγάλην ευχαρίστησιν προς τους εχθρούς του.
Ο Μανώλης μεθυσμένος και παραπατών διηυθύνθη προς το σπίτι του. Αλλά καθ' οδόν τον εσταμάτησεν αιφνίδια ανάμνησις. «Πού, πας μωρέ; εμουρμούρισεν απευθυνόμενος προς τον εαυτόν του. Πού πάς, μωρέ;» Εστάθη κ' εσκέπτετο επί τινας στιγμάς, έπειτα εστράφη προς τα οπίσω.
Έβλεπε τον Έφις ν’ ανοίγει το καλύβι, να στρέφει και να τον καλεί με μια πονηρή χειρονομία, έπειτα να επιστρέφει κουβαλώντας κάτι κρυμμένο πίσω από την πλάτη και να γονατίζει κλείνοντάς του το μάτι. Ονειρευόταν;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν